Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2019

Οι τελευταίες εξελίξεις γύρω από το Μάθημα των Θρησκευτικών και η αναγκαιότητα της διδασκαλίας της Βίβλου στο σχολικό πρόγραμμα



Το τελευταίο χρονικό διάστημα στην Ελλάδα υπήρξαν θυελλώδεις εξελίξεις αναφορικά με το Μάθημα των Θρησκευτικών. Το Συμβούλιο της Επικρατείας σε πρόσφατες αποφάσεις του (υπ᾽ αριθμ. 1749 και 1750 του 2019) έκρινε κατά πλειοψηφία τα παρόντα προγράμματα σπουδών του Μαθήματος των Θρησκευτικών αντισυνταγματικά και αποφάσισε την ακύρωση τους. Ο βασικός λόγος είναι ότι τα προγράμματα αυτά θα έπρεπε, κατά το σκεπτικό του δικαστηρίου, να απευθύνονται αποκλειστικά σε ορθόδοξους Χριστιανούς μαθητές καλλιεργώντας την ορθόδοξη συνείδησή τους.

Οι αποφάσεις αυτές του Συμβουλίου της Επικρατείας βάζουν τέλος στην επί μία δεκαετία περίπου προσπάθεια εκ μέρους πολλών και σημαντικών θεολόγων να καταστήσουν το Μάθημα των Θρησκευτικών στην Ελλάδα ένα γνωστικό αντικείμενο προώθησης της γνώσης της Ορθοδοξίας, των άλλων χριστιανικών ομολογιών και των κύριων θρησκειών του κόσμου δημιουργώντας κατ᾽ αυτόν τον τρόπο τις προϋποθέσεις ενός κριτικού διαλόγου με τη θρησκευτική ετερότητα, αλλά και της ανεκτικότητας απέναντί της. Παραλλήλως όμως ακυρώνουν οι ως άνω αποφάσεις και την επιδίωξη των εν λόγω προγραμμάτων σπουδών να εντάξουν και να κατανοήσουν εντός του σύγχρονου κόσμου τόσο τον Χριστιανισμό, όσο και ευρύτερα το θρησκευτικό φαινόμενο, μέσω της ανάδειξης της σημασίας της θρησκείας για τον σύγχρονο πολιτισμό, τα σύγχρονα ηθικά και βιοηθικά διλήμματα, την ψυχολογία, τις φυσικές επιστήμες, τα επίκαιρα κοινωνικά προβλήματα κ.ο.κ. (Καλαϊτζίδης, 2001
Το νέο στενά ομολογιακό ή και κατηχητικό μάθημα το οποίο περιγράφει το σκεπτικό της απόφασης του ΣτΕ δεν μπορεί να προβαίνει σε τέτοιου είδους ανοίγματα, όπως τα παραπάνω, αφού, όπως προαναφέραμε, απευθύνεται αποκλειστικά σε Ορθόδοξους μαθητές. Αυτό θα έχει ως συνέπεια το να μη δικαιούνται να το παρακολουθήσουν μαθητές άλλων χριστιανικών δογμάτων ή θρησκειών, αλλά και μαθητές οι οποίοι, αν και βαπτισμένοι Ορθόδοξοι, δηλώνουν ότι δεν τοποθετούν εαυτούς εντός των κόλπων της Ορθόδοξης Εκκλησίας και πίστης. Εξάλλου το Συμβούλιο της Επικρατείας προτρέπει διά των αποφάσεων του την Πολιτεία να θεσμοθετήσει «ισότιμα» μαθήματα για τις λοιπές θρησκευτικές κοινότητες, ώστε να αποτραπεί για τους μαθητές ο κίνδυνος «της ελεύθερης ώρας». Δυνητικά λοιπόν τόσο οι ετερόδοξοι Χριστιανοί και οι ολοένα και περισσότερο αυξανόμενοι Μουσουλμάνοι στη χώρα, όσο και αυτοί που δηλώνουν άθεοι ή θρησκευτικά αδιάφοροι, θα μπορούν πλέον να διεκδικήσουν το δικό τους «ισότιμο» μάθημα. 
Επιπλέον δε, με τις αποφάσεις του το Συμβούλιο της Επικρατείας διευκολύνει τη δυνατότητα απαλλαγής από το Μάθημα των Θρησκευτικών οποιουδήποτε μαθητή επικαλείται απλώς «λόγους θρησκευτικής συνείδησης», αφού ο λεπτομερέστερος προσδιορισμός αυτών των λόγων θα αποτελούσε αποκάλυψη ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις ακόμη και Ορθόδοξοι Χριστιανοί μαθητές μπορούν πλέον να ζητούν απαλλαγή από το μάθημα, είτε γιατί δεν συμφωνούν για οποιουσδήποτε λόγους με το περιεχόμενό του είτε απλώς επειδή επιθυμούν να ελαφρύνουν το βεβαρημένο σχολικό τους πρόγραμμα. Με αυτόν τον τρόπο το Μάθημα των Θρησκευτικών, για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κράτους κινδυνεύει να καταστεί στην πράξη προαιρετικό μάθημα, αλλά και οι εκπαιδευτικοί θεολόγοι να υποβιβαστούν σε καθηγητές δεύτερης κατηγορίας. 
Ο Πανελλήνιος Θεολογικός Σύνδεσμος «Καιρός - για την αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης» στήριξε τα νέα προγράμματα σπουδών με παρεμβάσεις του κατά την εκδίκαση των σχετικών προσφυγών ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το σκεπτικό μας ήταν ότι στα προγράμματα αυτά δίνονται αφενός η δέουσα έμφαση στο ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα και αφετέρου οι απαραίτητες γνώσεις για τα υπόλοιπα δόγματα και θρησκείες, αλλά με έναν τρόπο πληροφοριακό και «ανοικτό», έτσι ώστε το Μάθημα των Θρησκευτικών να απευθύνεται σε όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές, χωρίς να προσβάλλει την πίστη τους, αλλά, αντίθετα, ενημερώνοντάς τους για την επικρατούσα θρησκεία της χώρας στην οποία ζουν, για τον τρόπο με τον οποίον αυτή η θρησκεία διαμόρφωσε την ελληνική ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό, αλλά και ευρύτερα για τη σημασία του θρησκευτικού φαινομένου στον κόσμο που μας περιβάλλει. Είναι αξιοσημείωτο ότι ειδική επιτροπή αποτελούμενη από ιεράρχες των Εκκλησιών Ελλάδος και Κρήτης είχε ήδη εκ των προτέρων εκφράσει τη σύμφωνη γνώμη της σχετικά με τα συγκεκριμένα προγράμματα σπουδών. 

Από τα ανωτέρω προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι η εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας αποτελεί καίριο και ίσως και θανάσιμο πλήγμα για το Μάθημα των Θρησκευτικών στην Ελλάδα. Εάν δεν ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα από πλευράς Πολιτείας, θα αποφοιτήσουν από το ελληνικό σχολείο γενιές μαθητών, οι οποίοι θα αγνοούν το περιεχόμενο των θρησκευτικών συμβόλων από τα οποία κατακλύζεται η κοινωνία μας, το θρησκευτικό λεξιλόγιο που έχει εισχωρήσει και έχει ενσωματωθεί στη γλώσσα μας, τις θρησκευτικής προέλευσης παραστάσεις, εκφράσεις και πρακτικές, ένα σημαντικό κομμάτι ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού συνυφασμένο με την Ορθοδοξία και τον Χριστιανισμό και δη σε διαλεκτική αντιπαράθεση με το Ισλάμ και τον Ιουδαϊσμό, αλλά και τον κώδικα κατανόησης της τέχνης, της αρχιτεκτονικής, της λογοτεχνίας και της λαογραφίας στον βαθμό που αυτές είναι επηρεασμένες από θρησκευτικά περιεχόμενα και συγκείμενα. 

Η πρόταση ενός πολιτιστικού μαθήματος των Θρησκευτικών, το οποίο θα έχει ως σκοπό του την προώθηση και την κατανόηση του ελληνορθόδοξου πολιτισμού, ώστε μέσω αυτής της κατανόησης οι μαθητές να μπορέσουν να εξοικειωθούν με την ορθόδοξη χριστιανική Εκκλησία και πίστη, είχε διατυπωθεί προ πολλού για πρώτη φορά από τον μακαριστό καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Νίκο Ματσούκα (1982) και αναπτύχθηκε περαιτέρω εν συνεχεία από τους συναδέλφους Παντελή Καλαϊτζίδη και Σταύρο Γιαγκάζογλου (2007). 

Εξάλλου μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πρόταση σε αυτήν τη συνάφεια κατέθεσε ο τότε διευθυντής του περιοδικού Νέα Εστία και νυν πρόεδρος του Ιδρύματος «Άρτος Ζωής» Σταύρος Ζουμπουλάκης (2006), αναφερόμενος σε ένα μάθημα θρησκευτικών βιβλικού χαρακτήρα. Κατά τον Ζουμπουλάκη η Βίβλος αποτελεί θεμελιακό κείμενο για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και ενοποιό στοιχείο για όλες τις χριστιανικές ομολογίες, για τους Ιουδαίους, με τους οποίους ο Χριστιανισμός μοιράζεται την Παλαιά Διαθήκη, για τους Μουσουλμάνους οι οποίοι αναγνωρίζουν την αξία και την αυθεντία της Βίβλου, αλλά ακόμη και για τους αποχρωματισμένους θρησκευτικά, οι οποίοι αδυνατούν να αρνηθούν τεκμηριωμένα την επίδραση της Βίβλου στον σύγχρονο πολιτισμό. Ο Ζουμπουλάκης δεν υποστήριξε βέβαια την άποψη να περιοριστεί το Μάθημα των Θρησκευτικών αποκλειστικά και μόνο στη μελέτη της Βίβλου, αλλά το να αποτελεί η Βίβλος το κεντρικό σημείο αναφοράς του μαθήματος, αφού ουσιαστικά όλα τα χριστιανικά κείμενα και μνημεία αποτελούν τρόπον τινά ερμηνεία της. Ένα τέτοιο μάθημα ασφαλώς και πρέπει να είναι υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές, αφού η Βίβλος αποτελεί βασικό πολιτιστικό αγαθό και λειτουργεί ως τέτοιο στη συλλογική μνήμη μας και στον διαχρονικό πολιτισμό μας, έστω και αν δεν το συνειδητοποιούμε πάντοτε (πβλ. για την ιστορία και το παρόν της Βίβλου στην εν Ελλάδι εκπαίδευση Σταύρου Γιαγκάζογλου, «Η Αγία Γραφή στην Εκπαίδευση», Θεολογία 85/4 [2014], 211-241). 

Ως βιβλικός θεολόγος και καινοδιαθηκολόγος θεωρώ ιδιαίτερα ελκυστική την πρόταση του Σταύρου Ζουμπουλάκη, χωρίς ασφαλώς να θέλω σε καμία περίπτωση να μειώσω τη σημασία της ευρύτερης μελέτης του διαχρονικού Ορθόδοξου Χριστιανισμού μέσα από τα μνημεία και τα κείμενα του, αλλά και μέσα από τη ζωντανή του παράδοση, καθώς επίσης και από τον διάλογό του με τα άλλα δόγματα, τις άλλες θρησκείες και τις επιστήμες. Θέλω όμως εδώ να εξάρω τη σημασία και την ανάγκη ύπαρξης ενός υποχρεωτικού Μαθήματος των Θρησκευτικών στην ελληνική παιδεία για όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές, το οποίο θα περιλαμβάνει και θα τοποθετεί σε κεντρική θέση τη μελέτη της Βίβλου, κάτι το οποίο στην τρέχουσα συζήτηση δεν τονίζεται, έχω την αίσθηση, αρκούντως (σε αντιδιαστολή με το εξωτερικό, όπου δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη διδακτική του βιβλικού σχολικού μαθήματος, βλ. ενδεικτικά (Theißen, 2003; Zimmermann & Zimmermann, 2013; Roncace & Gray, 2005; Κουκουνάρας Λιάγκης, 2011). 
Για τους ορθόδοξους Χριστιανούς μαθητές η μελέτη της Βίβλου είναι αυτονόητα εκ των ων ουκ άνευ, αφού δεν υπήρξε ποτέ Εκκλησία χωρίς Βίβλο. Έστω και αν ο κανόνας της Καινής Διαθήκης άρχισε να απαρτίζεται κατά τον δεύτερο αιώνα μ.Χ. και διήνυσε μια μακραίωνη πορεία μέχρι την οριστικοποίησή του, η πρώτη Εκκλησία είχε ευθύς εξ αρχής ως Βίβλο της την Παλαιά Διαθήκη. Η λειτουργική πράξη της Εκκλησίας, τα θεολογικά της κείμενα το κήρυγμα της, η ίδια η γλώσσα της, ο τρόπος επικοινωνίας της με τα μέλη της και με τον κόσμο, είναι σε μεγάλο βαθμό ακόμη και σήμερα βιβλικά. Η Βίβλος αποτελεί λοιπόν ενδογενές στοιχείο της ορθόδοξης εκκλησιαστικής ταυτότητας. Είναι επομένως ιδιαίτερα ανησυχητικό το γεγονός ότι υπό τις νέες συνθήκες θα μπορούσαν ακόμη και Ορθόδοξοι Χριστιανοί μαθητές να διεκδικούν την απαλλαγή τους από το μάθημα των Θρησκευτικών, με αποτέλεσμα να μη διδαχθούν τίποτε για το θεμέλιο της πίστης τους. 

Αντίστοιχα ισχύουν και για τους Χριστιανούς μαθητές άλλων χριστιανικών δογμάτων και παραδόσεων, οι οποίοι απαλλασσόμενοι από το μάθημα θα χάσουν τη δυνατότητα να γνωρίσουν τον κόσμο της Βίβλου που και γι᾽ αυτούς αποτελεί τη βάση, το θεμέλιο και το κέντρο αναφοράς της πίστης τους. Επιπλέον δε, θα απολέσουν τη δυνατότητα αλληλεπίδρασης με τους Ορθόδοξους συμμαθητές τους στην κατεξοχήν κοινή βάση όλων των χριστιανικών δογμάτων, που είναι η Βίβλος. Χάνεται έτσι η δυνατότητα ενός γόνιμου διαλόγου, ενός πλησιάσματος, μιας αλληλογνωριμίας και αλληλοκατανόησης, η οποία βέβαια στον χώρο του σχολείο οφείλει να είναι ξένη προς οποιεσδήποτε προσηλυτιστικές επιδιώξεις. 

Από άλλη σκοπιά είναι απαραίτητη η μελέτη της Βίβλου στο πλαίσιο ενός ανοικτού Μαθήματος Θρησκευτικών για όλους τους μαθητές που εκπροσωπούν μη χριστιανικές θρησκευτικές κοινότητες. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι σήμερα πολλές συγκρούσεις ανά τον κόσμο σε όλα τα επίπεδα έχουν και θρησκευτικές ρίζες. Η ερμηνεία της Βίβλου έχει δυστυχώς διαδραματίσει διαχρονικά όχι μόνο θετικό, αλλά και αρνητικό ρόλο τροφοδοτώντας ιδεολογικά εθνοθρησκευτικές εντάσεις και συγκρούσεις. Ακριβώς για τον λόγο αυτόν είναι καίριας σημασίας η μελέτη της Βίβλου και η ερμηνεία της με έναν τρόπο που να οδηγεί στην εκ μέρους των μαθητών κατανόηση των αιτίων που οδηγούν στον θρησκευτικό φανατισμό, αλλά και της αυθεντικής χριστιανικής παράδοσης της αγάπης προς όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους συμπεριλαμβανομένων και των εχθρών, η οποία μειώνει στο ελάχιστο τη δυνατότητα διαστροφής του βιβλικού μηνύματος. 

Τέλος, ακόμη και για τους δεδηλωμένους άθεους ή τους θρησκευτικά αδιάφορους μαθητές η μελέτη της Βίβλου θα προσφέρει θεμελιακή γνώση ως προς το υπόβαθρο του σύγχρονου πολιτισμού, ο οποίος αποδίδει μέγιστη αξία στο ανθρώπινο πρόσωπο, στα ανθρώπινα δικαιώματα, στην αντικειμενική και καθολική ισχύ και τήρηση του νόμου, στον σεβασμό της ιστορίας, της παράδοσης και της ιδιοπροσωπίας ατόμων και κοινωνικών ομάδων, στην αξία των κοινωνικών αρετών κ.ο.κ. Είναι αδύνατον να κατανοηθεί ο σύγχρονος ευρωπαϊκός πολιτισμός, η ιστορία, η τέχνη, τα κείμενα και η εν γένει ταυτότητα και ιδιοπροσωπία των Ευρωπαίων πολιτών, ανεξαρτήτως των ιδιαίτερων καταβολών τους, χωρίς τη στοιχειώδη γνώση του θεμελιώδους χριστιανικού κειμένου. 

Παρά την εν γένει υποχώρηση των κλασικών σπουδών, όπως είναι αδιανόητο στη χώρα μας, αλλά και σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, να υπάρξει σχολείο χωρίς κάποια αναφορά στην κλασική παιδεία, χωρίς κάποιο, έστω, μάθημα αφιερωμένο σε αυτήν, έτσι θα έπρεπε να είναι αδιανόητο το να υπάρξει σχολικό σύστημα στο οποίο οι μαθητές να μη διδάσκονται τίποτε για τη Βίβλο, να μην αποκτούν τη στοιχειώδη, έστω, βιβλική παιδεία (Γιανναράς, 1998, όπως στο Καλαϊτζίδης, 2000, σ. 80). Στερώντας τους μαθητές από αυτήν τη δυνατότητα τούς αρνούμαστε την πρόσβαση στην ίδια την ιστορία και την ψυχή του Ελληνισμού, του Χριστιανισμού και του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Πολλώ δε μάλλον, όταν ειδικά η Καινή Διαθήκη, που αποτελεί το διαχρονικό best-seller όλων των εποχών, είναι γραμμένη πρωτοτύπως στην ελληνική γλώσσα και έχει συμβάλει καθοριστικά στη διάδοση όχι μόνο του Χριστιανισμού, αλλά και του ελληνικού πολιτισμού σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της οικουμένης. 

Παρά τις τεράστιες δυσκολίες και ανταποκρινόμενος στις σύγχρονες προκλήσεις, ο «Καιρός» θα συνεχίσει και στην παρούσα συγκυρία να αγωνίζεται για την επιβίωση και για την αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης στη χώρα μας. Δείγμα του οράματός μας αποτελεί και το ανά χείρας τεύχος του επιστημονικού περιοδικού μας. 

Σε αυτό η Θρησκευτική Εκπαίδευση γίνεται εργαλείο προώθησης του πολυπολιτισμικού διαλόγου και μάλιστα στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα (Αλμπανάκη) και συνδυάζεται με τις ΤΠΕ ώστε να εμπλέξει ενεργητικά τους μαθητές στης μάθηση (Buchanan, Lacey και Παζάρσκη), τη λογοτεχνία-ποίηση (Λιντζαροπούλου) και φυσικά τη Βίβλο, για να διδαχθεί το θέμα της δημιουργίας (Μαρκαντώνης). Είναι σημαντικό ότι σε αυτό το τεύχος παρουσιάζονται δύο έρευνες που έχουν γίνει πρόσφατα. Η πρώτη αναφορικά με την εφαρμογή των αλλαγών του Α.Π.Σ. από τους θεολόγους εκπαιδευτικούς, στην οποία διαφαίνεται ότι, αν και οι θεολόγοι συμμερίζονται στην πλειοψηφία τους τις παιδαγωγικές προτεραιότητες των αλλαγών, διαπιστώνεται μία δυσκολία εφαρμογής τους στη σχολική τάξη (Γκρίλης). Η δεύτερη αφορά τη διερεύνηση της προσωπική θεωρίας του θεολόγου και η δυνατότητα εφαρμογής επιμόρφωση θεολόγων-εκπαιδευτικών σε ελληνικό πλαίσιο με σκοπό τον αναστοχασμό (Βαλλιανάτος). Οπωσδήποτε, στο τεύχος ξεχωρίζουν, τέλος, οι ανταποκρίσεις από τη 3η Πανελλήνια Συνάντηση του ΚΑΙΡΟΥ στην Αθήνα (Παπαδόπουλος) και του Διεθνές Συνεδρίου του European Forum for Teachers of Religious Education στο Δουβλίνο (Παρασκευόπουλος). 

Καλή ανάγνωση!

Χρήστος Καρακόλης 
Καθηγητής Τμήματος Θεολογίας Ε.Κ.Π.Α. 
Πρόεδρος του ΚΑΙΡΟΥ: 
Πανελλήνιος Θεολογικός Σύνδεσμος 
για την αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου