Νέα Προγράμματα Σπουδών στα Θρησκευτικά
Του Γιώργου Στριλιγκά*
Το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής
Πολιτικής ανακοίνωσε, προ ημερών, την έναρξη των διαδικασιών για την αναβάθμιση –όπως
αναφέρει η σχετική πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος– των Προγραμμάτων Σπουδών
και για τη δημιουργία Εκπαιδευτικού Υλικού σε όλα τα μαθήματα Πρωτοβάθμιας και
Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Θα ακολουθήσει η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στα
υλικά που θα παραχθούν.
Στα γνωστικά αντικείμενα του έργου εντάσσεται και
το μάθημα των Θρησκευτικών, στο οποίο προγραμματίζεται η παραγωγή νέων Προγραμμάτων
Σπουδών, βιβλίων και υλικών, σε όλο το εύρος του. Σε πρώτη φάση, θα παραχθεί νέο
Πρόγραμμα Σπουδών και το σχετικό Υποστηρικτικό Υλικό (Οδηγός Εκπαιδευτικού). Οι εκπονητές
του Προγράμματος Σπουδών θα ορίσουν, συνάμα, τις Τεχνικές Προδιαγραφές
Εκπόνησης Εκπαιδευτικού Πακέτου (βιβλίο μαθητή, βιβλίο καθηγητή) και θα
αναλάβουν να επιμορφώσουν εξ αποστάσεως, ένα ευρύτερο σώμα επιμορφωτών και τα εκπαιδευτικά
στελέχη. Οι τελευταίοι θα επιμορφώσουν «πολλαπλασιαστικά» τους εκπαιδευτικούς
των σχολικών μονάδων. Τα νέα Προγράμματα στα Θρησκευτικά, όταν ολοκληρωθούν, θα
αντικαταστήσουν τα προσωρινά Προγράμματα του προσεχούς σχολικού έτους, τα οποία
έχουν μεταβατικό χαρακτήρα, καθότι εκπονήθηκαν εκτάκτως, μετά την ακύρωση των
Προγραμμάτων Σπουδών του 2016 και του 2017 από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Με
αυτή την έννοια, η αναθεώρηση των εκπαιδευτικών υλικών στα Θρησκευτικά όλων των
βαθμίδων ήταν αναμενόμενη.
Από την πρόσκληση
εκδήλωσης ενδιαφέροντος και τα σχετικά συνοδευτικά κείμενα εξάγονται
ενδιαφέροντα συμπεράσματα για την επιθυμητή δομή, το περιεχόμενο και τον
προσανατολισμό των νέων Προγραμμάτων Σπουδών, ο οποίος είναι κοινός για όλα τα
μαθήματα και βεβαίως για τα Θρησκευτικά.
Το σύντομο κείμενο για
τον προσανατολισμό των νέων Προγραμμάτων Σπουδών αναφέρει, εξαγγελτικά, ότι
μέσω της «επικαιροποίησης» των
Προγραμμάτων Σπουδών επιδιώκεται ο προσανατολισμός του σχολείου στο αύριο, ο
οποίος επιτυγχάνεται «μέσω της καλλιέργειας δεξιοτήτων, καθώς και με την παροχή
κινήτρων για αυτενέργεια, ανάπτυξη κριτικής σκέψης, επικοινωνιακή ελευθερία και
δημιουργική παρουσία». Ταυτόχρονα, δίνει την κατεύθυνση της διδακτικής
μεθοδολογίας για την ανάπτυξη αυτών των δεξιοτήτων. Οι διδακτικές μέθοδοι και πρακτικές χρειάζεται
να επικεντρώνονται στη βιωματική προσέγγιση των γνωστικών αντικειμένων, στη
διερευνητική μάθηση, στις ομαδοσυνεργατικές μορφές διδασκαλίας και γενικότερα οφείλουν
να προωθούν συμμετοχικές διαδικασίες διδασκαλίας. Ένα σύγχρονο Πρόγραμμα
Σπουδών οφείλει να είναι «ανοικτό,
λειτουργικό και μαθητοκεντρικό». Επομένως, χρειάζεται να δίνει έμφαση στη
διαδικασία μάθησης, ενισχύοντας την ικανότητα του μαθητή «να μαθαίνει πώς να
μαθαίνει». Με αυτό το πνεύμα, το Πρόγραμμα Σπουδών χρειάζεται να καλύπτει τις
μαθησιακές ανάγκες όλων των μαθητών χωρίς διακρίσεις, προωθώντας τη διαφοροποίηση της
διδασκαλίας, τη συμπερίληψη και τη διαμορφωτική αξιολόγηση. Επιπλέον, να καλλιεργεί
τον σεβασμό στη διαφορετικότητα, να προωθεί εναλλακτικές διδακτικές πρακτικές,
να κατευθύνει προς την ανακαλυπτική μάθηση και την επίλυση προβλημάτων και να
αξιοποιεί πολλαπλές πηγές γνώσης και υλικού. Εκτός από τα παραπάνω
χαρακτηριστικά, τα οποία είναι κοινά για όλα τα μαθήματα, οι υποψήφιοι
εκπονητές καλούνται να λάβουν υπόψη τη φυσιογνωμία και την ιδιαίτερη μορφωτική
αξία κάθε γνωστικού αντικειμένου, καθώς και τους παιδαγωγικούς και ψυχολογικούς
όρους οργάνωσης του κάθε μαθήματος ως οργανικού στοιχείου του ενιαίου σχολείου.
Οι παραπάνω γενικές
προδιαγραφές παραπέμπουν αδρομερώς στις παιδαγωγικές κατευθύνσεις του
εκπαιδευτικού έργου στο σύγχρονο ελληνικό σχολείο. Οι ειδικοί γνωρίζουν ότι τέτοια
κείμενα έχουν, συχνά, έναν χαρακτήρα «ευχολογίου» και ότι η απόσταση ανάμεσα στο
θεωρητικό πλαίσιο και στη διδακτική πράξη, έως και την επίτευξη της μάθησης, είναι
μεγάλη, με πολλούς και κρίσιμους ενδιάμεσους σταθμούς. Παρ’ όλα αυτά, το στίγμα
του προσανατολισμού και αυτής της νέας προσπάθειας ακολουθεί μιαν ορισμένη
τάση, η οποία βαθμηδόν παγιώνεται, επικαλούμενη τις σύγχρονες προσεγγίσεις των
επιστημών της αγωγής. Στα τελευταία χρόνια, ολοένα και συχνότερα, διαβάζουμε
στα επίσημα καθοδηγητικά έγγραφα της εκπαίδευσης ή ακούμε από τους
εκπαιδευτικούς της τάξης παιδαγωγικές έννοιες όπως: δημοκρατικό σχολείο, συμπεριληπτική
κουλτούρα, ενταξιακή εκπαίδευση, ανοικτή και μαθησιοκεντρική διδασκαλία, βιωματική,
διερευνητική και συνεργατική μάθηση, διαφοροποιημένη διδακτική, Πρόγραμμα
Διαδικασίας κ.ά. Αναμφίβολα, οι έννοιες αυτές δείχνουν μιαν κατεύθυνση, ανεξάρτητα
από το εάν η κυρίαρχη εκπαιδευτική κουλτούρα απέχει, λίγο ή πολύ, από
αυτήν.
Η δειγματική δόμηση μιας
θεματικής ενότητας, όπως παρατίθεται στο παράρτημα της πρόσκλησης εκδήλωσης
ενδιαφέροντος, εμφαίνει όχι μόνο την επιθυμητή δομή τού προς εκπόνηση
Προγράμματος Σπουδών, αλλά και τον ρόλο που καλείται να διαδραματίζει ο εκπαιδευτικός
στην οργάνωση και στην υλοποίηση της διδασκαλίας. Σύμφωνα με τα υποδείγματα, οι
υποψήφιοι εκπονητές καλούνται να δομήσουν το δείγμα της πρότασής τους σε τέσσερις
στήλες, όπως ακριβώς οργανώθηκαν και τα προηγούμενα Προγράμματα Σπουδών στα Θρησκευτικά
της υποχρεωτικής εκπαίδευσης: Προσδοκώμενα
Μαθησιακά Αποτελέσματα, Βασικά Θέματα, Ενδεικτικές δραστηριότητες, Ενδεικτικό
υποστηρικτικό εκπαιδευτικό υλικό. Ο εκπαιδευτικός οφείλει να σχεδιάζει τη
διδασκαλία του σύμφωνα με την προσδοκώμενη μάθηση, όπως αυτή ορίζεται στο Πρόγραμμα
Σπουδών. Πρώτιστος στόχος είναι η ανάπτυξη των μαθητών, με βάση προδιαγεγραμμένους
σκοπούς και όρους, και όχι η τυπική «παράδοση» των θεμάτων του διδακτικού
βιβλίου και η κάλυψη ορισμένης «ύλης». Έτσι, επανέρχονται στο προσκήνιο έννοιες
που είχαν τονιστεί και στα προηγούμενα Προγράμματα των Θρησκευτικών, όπως
είναι: Προσδοκώμενα μαθησιακά αποτελέσματα, μάθηση μέσα από διδακτικές δραστηριότητες,
ανάπτυξη γνώσεων και συνάμα στάσεων και δεξιοτήτων, πολυτροπική διδασκαλία, διδακτικό
υλικό μαθήματος, οικοδόμηση της μάθησης από τον μαθητή κ.ά.
Όσοι παρακολουθήσαμε τον
έντονο διάλογο γύρω από τα Προγράμματα Σπουδών στα Θρησκευτικά της περιόδου 2011-2017,
γνωρίζουμε ότι το ενδιαφέρον στράφηκε κυρίως γύρω από δύο σημεία: Το πρώτο αφορά
στο νόημα της συνταγματικής επιταγής για την ανάπτυξη της θρησκευτικής
συνείδησης και το δεύτερο στην παιδαγωγική τεκμηρίωση του μαθήματος, στο
πλαίσιο ενός σύγχρονου, φιλελεύθερου, μαθησιοκεντρικού και μαθητοκεντρικού
σχολείου. Μολονότι, το πρώτο ζήτημα έχει, αφετηριακά, καίριες νομικές
διαστάσεις, στη συνέχεια προσλαμβάνει βαθύτατα παιδαγωγικά χαρακτηριστικά και
θέτει εκπαιδευτικά προβλήματα, τα οποία χρειάζεται να αντιμετωπίσουν οι
παιδαγωγοί. Το δεύτερο ζήτημα είναι περισσότερο σύνθετο, καθόσον, ενώ εκκινεί
από μια παιδαγωγική και εκπαιδευτική βάση, έχει σημαντικές θεολογικές,
κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις. Εάν θεωρήσουμε ότι η αναμενόμενη εκπόνηση των
νέων Προγραμμάτων Σπουδών στα Θρησκευτικά θα είναι το επόμενο επεισόδιο των
εξελίξεων για το μάθημα των Θρησκευτικών, το πράγμα αποκτά κρίσιμο ενδιαφέρον.
Κατά την προσεχή παραγωγή
νέων Προγραμμάτων, μέσα από τις ειδικές κατευθύνσεις που θα δοθούν και τα
περιεχόμενα που θα επιλεγούν από τους συγγραφείς, το μάθημα των Θρησκευτικών θα
κληθεί, ίσως οριστικά, να επιλέξει εάν θα παραμείνει στον βασικό κορμό των
μαθημάτων γενικής παιδείας της υποχρεωτικής και της εγκύκλιας εκπαίδευσης ή θα
αυτο-περιοριστεί σταδιακά σε έναν παρωχημένο κατηχητικό ρόλο για όσους μαθητές
ενδιαφέρονται. Στην πρώτη περίπτωση, η ύπαρξή του θα συνεχίσει, εντός των ορίων
που θέτουν το Σύνταγμα και οι νόμοι, να θεμελιώνεται στους γενικούς σκοπούς της
σχολικής εκπαίδευσης. Ταυτόχρονα, η λειτουργία του θα κομίζει ουσιώδη μάθηση, η
οποία αφορά προσωπικά και ενδιαφέρει τους σημερινούς μαθητές. Στη δεύτερη
περίπτωση, το μάθημα κινδυνεύει να συρρικνωθεί σε σχέση με ό,τι ήταν μέχρι
σήμερα, υπό το βάρος μιας αδιέξοδης ιδεολογικής ρητορικής, η οποία δεν έχει
σοβαρά παιδαγωγικά, θεολογικά και κοινωνικά ερείσματα. Για τα ζητήματα αυτά,
έχουν γραφεί πολλά, καθώς επίσης υπάρχει πλούσια επιστημονική βιβλιογραφία.
Τελικά, όσοι θα αναλάβουν
την εκπόνηση των νέων Προγραμμάτων Σπουδών στα Θρησκευτικά, θα επωμιστούν μια
δύσκολη αποστολή. Τα διλήμματα δεν είναι διαφορετικά ή μικρότερα από εκείνα τα
οποία υπήρχαν πριν από δέκα χρόνια.
Μετά τις νομικές
αντιδικίες της πρόσφατης περιόδου, καθώς και τις μεθοδικές προσπάθειες που
σημειώθηκαν από διάφορες πλευρές για πολιτικοποίηση και ιδεολογικοποίηση του
ζητήματος των Θρησκευτικών, είναι καιρός να αφεθούν οι αρμόδιοι παιδαγωγοί να
επιτελέσουν απερίσπαστοι το έργο τους, όπως εκείνοι γνωρίζουν καλύτερα. Ταυτόχρονα,
αναδεικνύεται η επιτακτική ανάγκη για τη στήριξη των θεολόγων εκπαιδευτικών της
τάξης στο έργο τους, έναντι της καχυποψίας και της αμφισβήτησης που εκδηλώθηκαν
αρκετές φορές και τόσο έντονα στα τελευταία χρόνια και μάλιστα από εκείνους που
δεν θα έπρεπε.
……………………………………………
*
Ο Γιώργος Στριλιγκάς είναι Συντονιστής Εκπαιδευτικού Έργου, κλάδου Θεολόγων. Υπήρξε μέλος των συγγραφικών ομάδων των
Προγραμμάτων Σπουδών στα Θρησκευτικά 2011-2017.
Πηγή: "Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"
Πηγή: "Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου