Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019

Απάντηση σε υβρισιτκό δημοσίευμα από την Αρχιεπισκοπή Τιράννων

 
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ
Ιερά Αρχιεπισκοπή Τιράνων

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΥΒΡΙΣΤΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ

Αποτελεί πρωτάκουστη θλιβερή πρωτοτυπία στα εκκλησιαστικά χρονικά ένα Γραφείο μιας Ιεράς Μητροπόλεως της Εκκλησίας της Ελλάδος να εκδίδει κείμενο, το οποίο καθυβρίζει Προκαθήμενο μιας άλλης Αυτοκεφάλου Εκκλησίας: συγκεκριμένα της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας, που μόλις πριν λίγα χρόνια ανασυγκροτήθηκε από τα ερείπια του σκληρού αθεϊστικού διωγμού. Πρόκειται για την «Ανακοίνωση του Γραφείου επί των αιρέσεων και των παραθρησκειών της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς» (10 Δεκεμβρίου 2018), η οποία κυκλοφόρησε σε διάφορες ιστοσελίδες με τίτλο «Ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος και ο παγκόσμιος οικουμενισμός» ή «Ποιους πραγματικά στόχους εξυπηρετεί ο θρησκευτικός πλουραλισμός;». Δυστυχώς με τα σύγχρονα μέσα της τεχνολογίας οι ανυπόστατες κατηγορίες διαχέονται ανεξέλεγκτα.

Αποφύγαμε να σχολιάσουμε δημόσια τον αλλόκοτο αυτό λίβελλο κατά την περίοδο των εορτών του Αγίου Δωδεκαημέρου. Ύστερα όμως από τη μετάφρασή του στην αλβανική γλώσσα είμαστε υποχρεωμένοι να δώσουμε μια γενική απάντηση στα κρίσιμα σημεία του.
Η Ανακοίνωση δηλώνει: «Πρόκειται για εισήγηση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας κ. Αναστασίου, σε κάποιο Συνέδριο, στην 12η Διαθρησκειακή Συνδιάσκεψη για τον θρησκευτικό πλουραλισμό και την ειρηνική συνύπαρξη στη Μέση Ανατολή». Πρώτη παραπληροφόρηση: Η ομιλία που δημοσίευσε η «Καθημερινή» (4 Νοεμβρίου 2018) δεν είναι «Εισήγηση σε κάποιο Συνέδριο, στην 12η Διαθρησκειακή Συνδιάσκεψη.…», αλλά απόσπασμα της ευχαριστήριας αντιφωνήσεως του Αρχιεπισκόπου μας κατά την τελετή απονομής της ανώτατης διάκρισης του «Χρυσού Αριστοτέλη» από τη Σύγκλητο του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στις 18.10.2018, η οποία έλαβε μεγάλη δημοσιότητα.
Όπως είναι φυσικό, ανάλογα με το ακροατήριο, τους αποδέκτες και τις συγκεκριμένες συνθήκες, προσδιορίζεται και το περιεχόμενο των ομιλιών. Δεν ήταν κάποιο θεολογικό ή διαθρησκειακό συνέδριο. Η ομιλία απευθυνόταν σε ένα πολύμορφο ακαδημαϊκό ακροατήριο. Στην εν λόγω πανηγυρική συνεδρίαση είχαν οριστεί ο Πρύτανης και τρεις διακεκριμένοι ακαδημαϊκοί καθηγητές του Πανεπιστημίου, οι οποίοι προηγήθηκαν και διεξοδικά αναφέρθηκαν στη θεολογική σκέψη και συγγραφή, την ιεραποστολική δράση και την κοινωνική προσφορά του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου.
Δεύτερη διαστρέβλωση: αυτή τη φορά της επιστημονικής ορολογίας. Η Ανακοίνωση του «Γραφείου» αρχίζει με την ερώτηση: «Ποιους πραγματικά στόχους εξυπηρετεί ο θρησκευτικός πλουραλισμός;» Η πολυμορφία των θρησκειών, ο θρησκευτικός, δηλαδή, πλουραλισμός, αποτελεί απλή διαπίστωση ενός παγκοσμίου φαινομένου, γεγονότος αναμφισβήτητου, και όχι θρησκευτική κίνηση, που εξυπηρετεί κάποιο στόχο. Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος διετέλεσε επί εικοσαετία Καθηγητής της Ιστορίας των Θρησκευμάτων στη Θεολογική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ασχολήθηκε επιστημονικά με το θρησκευτικόφαινόμενο στην παγκόσμια ιστορία και γενικά με όλες τις θρησκείες. Είναι ευρέως γνωστό ότι στην εποχή μας επιβιώνουν 19 θρησκείες, οι οποίες υποδιαιρούνται σε 240 κλάδους. Στον αιώνα μας κατά προσέγγισιν οι Χριστιανοί υπολογίζονται 33% του παγκοσμίου πληθυσμού, το Ισλάμ 20%, ο Ινδουισμός 13%, ο Βουδισμός 6%, ο Ταοϊσμός και ο Λαϊκός Κομφουκιανισμός 4%., ο Ιουδαϊσμός 0,5% και τα άλλα θρησκεύματα σε μικρότερα ποσοστά. Οι Αγνωστικιστές και οι Άθεοι περίπου στο 5,9%. Άρα, το επαναλαμβάνουμε, οι λέξεις θρησκευτικός πλουραλισμός σε αυτό ακριβώς το γεγονός αναφέρονται, στην ποικιλία των θρησκευτικών πεποιθήσεων στον κόσμο και όχι σε κάποια σκοτεινή κίνηση που προωθεί την «πανθρησκεία».
Στην Αλβανία, όπως και σε πολλές άλλες χώρες του κόσμου, επικρατεί θρησκευτικός πλουραλισμός. Όλοι οι υπεύθυνοι πολίτες επιδιώκουμε την ειρηνική συνύπαρξη.
Η Ανακοίνωση έχει ως προοίμιο τις γνωστές απόψεις μερικών ακραίων κύκλων, οι οποίοι πιστεύουν πως προστατεύουν την Ορθοδοξία από «ένα παγκόσμιο κίνημα, γέννημα της Μασονίας και του Διεθνούς Σιωνισμού», που έχει σαν μοναδικό σκοπό τη δημιουργία μιας νέας τάξης πραγμάτων και που προωθεί την «παγκοσμιοποίηση». Αυτή είναι η έμμονη ιδέα των συντακτών, που την εκτοξεύουν ως κατηγορία εναντίον εκείνων που στοχοποιούν. Η παγκοσμιοποίηση όμως είναι ένα ιστορικό φαινόμενο, το οποίο οφείλεται και προωθείται κυρίως με τη ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη σε όλο τον κόσμο.   Βεβαίως, πολλά προϊόντα της (διαδίκτυο, κινητή τηλεφωνία κ.λ.π), ευχαρίστως τα χρησιμοποιούν και οι επικριτές της. Πράγματι η παγκοσμιοποίηση είναι μία τάση που μπορεί να εξελιχθεί σε παγκοσμιοποίηση συγχύσεως, αδικίας και διαφθοράς ή παγκοσμιοποίηση αλληλεγγύης με σεβασμό σε κάθε λαό και σε κάθε ανθρώπινο πρόσωπο. Δεν αρκεί να καταριέται κανείς τις τρικυμίες, τις θύελλες, το τσουνάμι. Οφείλει να αναζητεί κατάλληλους τρόπους για την αντιμετώπισή τους.
Ο όρος «οικουμένη» δεν έχει τη σημασία την οποία προσπαθούν οι συγκεκριμένοι επικριτές του Αρχιεπισκόπου να του αποδώσουν. Σημαίνει απλώς την κατοικουμένη γη και με αυτή τη σημασία χρησιμοποιείται στην Αγία Γραφή, την Πατερική Γραμματεία και τα λειτουργικά κείμενα. Κάθε θεία λειτουργία προσφέρεται «υπέρ της οικουμένης» («τι προσφέρομεν τήν λειτουργίαν ταύτην πέρ της οκουμένης…»). Κάθε Ορθόδοξος πριν από τη θεία κοινωνία λέγει τον ψαλμό: «Το Κυρου γ κα τ πλρωμα ατς, οκουμνη κα πντες ο κατοικοντες ν ατ» (Ψαλμ. 23:1). Του Κυρίου είναι όλη η οικουμένη και όχι μόνον εκείνοι τους οποίους εγκρίνουν ορισμένοι κύκλοι υπερορθοδόξων. Ο δικός μας Αρχιεπίσκοπος δεν έχει καμιά σχέση με το προσβλητικό, παραπλανητικό, κατασκεύασμα «οικουμενιστής». Είναι «οικουμενικός», σύμφωνα με τη δισχιλιετή Ορθόδοξη παράδοση.
Η Ορθόδοξη μαρτυρία του ανά την οικουμένη άρχισε, όταν η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος τον απέστειλε το 1963, ακόμη Διάκονο, για να την εκπροσωπήσει στην Συνέλευση «Παγκόσμιου Ιεραποστολής και Ευαγγελισμού» του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών στο Μεξικό. Στη συνέχεια, με αποφάσεις πάντοτε της Εκκλησίας συμμετείχε σε διάφορες επιτροπές, συνέδρια, συνελεύσεις. Όχι βέβαια για να συμβάλει στη δημιουργία μιας παγκόσμιας θρησκείας (!) ή για να προδώσει την Ορθοδοξία, αλλά για να δώσει την Ορθόδοξη μαρτυρία σε κάθε ξένο θρησκευτικό περιβάλλον.
Βεβαίως το εν λόγω «Γραφείο» δεν επικρίνει μόνο τον δικό μας Αρχιεπίσκοπο, επιμένει ότι «πληθώρα Ορθοδόξων Πατριαρχών, Αρχιεπισκόπων, Επισκόπων, κληρικών, μοναχών και λαϊκών κινούνται προς αυτή την αρνητική κατεύθυνση και μαζί τους έχουν συστρατευθεί και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης αλλά και ο έντυπος και ηλεκτρονικός τύπος με μία πληθώρα δημοσιεύσεων». Όλοι αυτοί είναι αποστάτες της ορθής πίστεως και επικίνδυνοι (!), ενώ οι επικριτές τους έχουν αναλάβει εργολαβικώς την προστασία της παγκόσμιας Ορθοδοξίας.
Τα περί «Νέας παγκόσμιας θρησκείας ή πανθρησκείας» και η ομοιογενοποίηση όλων των θρησκειών δεν έχουν καμία σχέση με τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο. Χιλιάδες φοιτητές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών καθώς και εκατομμύρια Ορθοδόξων όλων των ηπείρων, ακόμη και αναρίθμητοι συνομιλητές του ξένων θρησκευτικών πεποιθήσεων γνωρίζουν την ακλόνητη αφοσίωσή του στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ότι υπάρχουν «φωτεινές ακτίνες» στις διδασκαλίες άλλων θρησκευτικών παραδόσεων ουδείς σοβαρός, αντικειμενικός μελετητής της Ιστορίας των Θρησκευμάτων το αμφισβητεί. Άλλωστε το συμμαρτυρούν οι βιβλικές φράσεις: Ο Θεός «οκ μρτυρον αυτν φκεν» (Πραξ. 14:17)˙ «θνη τ μ νμον χοντα φσει τ το νμου ποι, οτοι νμον μ χοντες αυτος εσι νμος»(Ρωμ. 2:14). Ο τρόπος επίσης με τον οποίο ο Απόστολος των Εθνών Παύλος μίλησε στους Αθηναίους δείχνει τον σεβασμό του για την αρχαιοελληνική θρησκευτικότητα. Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος ήδη ως Καθηγητής της Ιστορίας των Θρησκευμάτων είχε δημοσιεύσει τη μελέτη Θέσεις των Χριστιανών έναντι των άλλων θρησκειών-Ιστορικό διάγραμμα ( Πανεπιστημιακές παραδόσεις, Αθήνα, 1976) και έχει από τότε επισημάνει ότι οι απόψεις των Χριστιανών κυμαίνονται για το θέμα αυτό από τις πιο ακραίες αρνητικές (όπως αυτές που υποστηρίζει το «Γραφείο») έως τις απόλυτα θετικές. Η Ορθόδοξη πάντως παράδοση ακολουθεί τη νηφάλια θέση των Καππαδοκών Πατέρων.
Όσο για τις θεωρίες περί ειρήνης του «Γραφείου» περιοριζόμαστε να παραπέμψουμε στο άρθρο του Αρχιεπισκόπου «Ειρηνικές φωνές από τους πνεύμονες των θρησκειών» ( ΣυνύπαρξηΕκδ. Αρμός, Αθήνα 2015), όπου εξαίρεται η ιδιαιτερότητα της ν Χριστ ειρήνης. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι άνθρωποι στην εποχή μας, ποθούν την ειρήνη, την ειρηνική συνύπαρξη στο άμεσο περιβάλλον τους και σε όλον τον κόσμο. Σε αυτό όλοι οι υπεύθυνοι άνθρωποι (πολιτικοί, στρατιωτικοί, διανοούμενοι, δημοσιογράφοι, οικονομικοί παράγοντες και φυσικά οι θρησκευτικοί ηγέτες όλων των παραδόσεων, όχι μόνον οι Ορθόδοξοι) είναι δυνατόν και οφείλουν να συμβάλλουν.
Σε άλλο σημείο ο λίβελος συνεχίζει: «Και αν ο Θεός ευαρεστείται σε τέτοιου είδους «γνήσια θρησκευτικότητα», γιατί ο Θεός έγινε άνθρωπος και ήρθε στον κόσμο και πέθανε επάνω στο σταυρό; Αν οι θρησκείες του κόσμου προσφέρουν σωτηρία, τί χρειάζεται η Εκκλησία του Χριστού;»Ουδέποτε ο Αρχιεπίσκοπος αμφισβήτησε την ν Χριστ σωτηρία. Τα γραφόμενα αποτελούν δοκησίσοφη ύβρη εναντίον ενός Ορθοδόξου Προκαθημένου, ο οποίος σε ολόκληρη τη ζωή του δεν παύει να διακηρύσσει ότι: «Οτω γρ γάπησεν Θες τν κόσμον, στε τν υἱὸν ατο τν μονογεν δωκεν, να πς πιστεύων ες ατν μ πόληται, λλ᾿ χ ζων αώνιον» (Ιω. 3:16). Στο πρόσφατο Χριστουγεννιάτικο Μήνυμά του, και σε όλα τα Μηνύματα των Χριστούγεννων και του Πάσχα των τελευταίων 27 ετών, καθώς και τα πολλαπλά δημοσιευμένα κείμενά του, επιβεβαιώνουν την προσήλωσή του στον Λυτρωτή Χριστό.
Για τα περί διαθρησκειακών διαλόγων αρμοδίως έχουν αποφασίσει οι Ι. Σύνοδοι των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Στη σύγχρονη πολυθρησκευτική οικουμένη είμαστε υποχρεωμένοι να προσφέρουμε με κάθε τρόπο την Ορθόδοξη μαρτυρία στους συνανθρώπους μας, που ανεξαρτήτως των θρησκευτικών πεποιθήσεών τους, δεν παύουν να είναι δημιουργήματα του μόνου αληθινού Θεού. Οι συντάκτες του συγκεκριμένου κειμένου εκφράζουν μια υπεροπτική θρησκευτική στάση, που περιφρονεί κάθε άλλη θρησκευτική παράδοση. Αυτή η στάση τουλάχιστον ως προς την πολυθρησκευτική Αλβανία είναι επικίνδυνη για την ειρηνική συνύπαρξη˙ και θα αχρήστευε κάθε προσπάθεια Ορθοδόξου μαρτυρίας στη χώρα μας.
Η Ανακοίνωση αποσιωπά σκόπιμα από την ομιλία του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, βασικές προτάσεις για την ειρήνη που δημοσιεύθηκαν, στην «Καθημερινή», και εκφράζουν σαφώς την Ορθόδοξη συνείδησή και την προσωπική του σχέση με τον Χριστό, όπως ότι: α) «Η ειρήνη συνδέεται άμεσα με τη δικαιοσύνη. Ένας άδικος κόσμος δεν μπορεί να είναι ειρηνικός. Στον αιώνα μας η ειρήνη και η δικαιοσύνη έχουν προσλάβει ένα ακόμη όνομα, ανάπτυξη». β) «Στην μετά τον αθεϊστικό διωγμό πολυθρησκευτική Αλβανία έχουμε επιτύχει, με ενεργό συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ειρηνική συνύπαρξη των θρησκευτικών κοινοτήτων». γ) «Το αντίθετο της ειρήνης δεν είναι ο πόλεμος, αλλά ο εγωκεντρισμός, ο ατομικός, ο συλλογικός, ο εθνικός, ο φυλετικός». δ) «Το αντίδοτο στον εγωκεντρισμό …είναι η ενδυνάμωση της αγάπης μέσα στις καρδιές των ανθρώπων, μέσα στην κοινωνία…. Μόνο η εξουσία της αγάπης είναι εκείνη που μπορεί να νικήσει την αγάπη για εξουσία». ε) «Αστείρευτη πηγή αγάπης παραμένει η αλήθεια την οποία με τον πιο λιτό και συγκλονιστικό τρόπο διατύπωσε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: « Θες γάπη στί, κα μένων ν τ γάπ ν τ Θε μένει κα Θες ν ατ». Και κατέληξε: στ) «Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία αποτελεί διαχρονικά εργαστήριο αγάπης και αυτό παραμένει στους αιώνες το βαθύτερο έργο και χρέος της».
Το απαράδεκτο δημοσίευμα ξεπερνάει κάθε όριο άδικης προσβολής στις τελευταίες παραγράφους του: «Περαίνοντας την αναφορά μας, εκφράζουμε τη λύπη μας, για τα λεχθέντα και γραφέντα από τον Μακαριώτατο, τον οποίο η Εκκλησία του Χριστού τίμησε και έθεσε να ποιμαίνει το λαό του Θεού στην πολύπαθη αυτή χώρα και να οδηγήσει τους εκτός της Εκκλησίας στην μόνη σωστική αγκαλιά της. Ας μην ελπίζουν ο ίδιος και οι όμοια φρονούντες (λίγο πιο πάνω τους προσδιόρισε: Πατριάρχες, Αρχιεπίσκοποι και θεολόγοι) ότι μπορούν να εδραιώσουν ειρήνη και συναδέλφωση στη γη χωρίς τον Μέγα Ειρηνοποιό, την Ένσαρκη Ειρήνη, το Χριστό, διότι, μόνο Αυτός και κανένας άλλος είναι « ερνη μν, ποισας τ μφτερα ν κα τ μεστοιχον το φραγμο λσας,….» (Εφ.2,14-18)».
Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος δεν χρειάζεται προφανώς τέτοιας ποιότητος παραινέσεις. Βεβαίως δεν θεώρησε ποτέ τον εαυτό του αλάνθαστο. Από τα νεανικά του πάντως, χρόνια σε οποιαδήποτε θέση διακόνησε, ως λαϊκός ή κληρικός, προσπάθησε με τη ζωή, τον λόγο και το έργο του να καταθέτει τις Ορθόδοξες πεποιθήσεις, να εκφράζει την ολόψυχη αγάπη του στον Χριστό και την προσήλωσή του στο Ευαγγέλιο, σε όλα τα περιβάλλοντα. Στην Ελλάδα, σε διάφορους τομείς της χριστιανικής κινήσεως, ως Γενικός Διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας και Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπως επίσης στην Ανατολική Αφρική, όπου διοργάνωσε την Ορθόδοξη Ιεραποστολή και σχεδόν τρεις δεκαετίες στην Αλβανία. Εδω αξιώθηκε, παρά τις τεράστιες δυσκολίες, να ανασυγκροτήσει μια εντελώς διαλυμένη Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία. Οι ζηλωτές συντάκτες της Ανακοινώσεως είναι ευπρόσδεκτοι να επισκεφθούν και να συμπροσευχηθούν με τους Ορθοδόξους της Αλβανίας στους νέους καθεδρικούς ναούς των Τιράνων, Κορυτσάς, Αργυροκάστρου, Βερατίου, Φίερι και στους ναούς πολλών άλλων πόλεων και χωριών και να δουν από κοντά το ιεραποστολικό, εκπαιδευτικό, εκδοτικό, υγειονομικό, φιλανθρωπικό, κοινωνικό έργο, γενικότερα την άνθηση της Ορθοδοξίας στην Αλβανία.
Το υστερικό αυτό παραλήρημα καταλήγει: «Αν θέλουν να επικρατήσει η πραγματική και μόνιμη ειρήνη στον κόσμο, ας εργαστούν με όλες τους τις δυνάμεις, να διαδοθεί και να επικρατήσει στον κόσμο το Ευαγγέλιο του Χριστού και ας μην αναλώνονται στους ατελέσφορους και επιζήμιους Διαθρησκειακούς Διαλόγους, γενόμενοι εκόντες άκοντες, όργανα των σκοτεινών δυνάμεων για την προώθηση της δαιμονικής πανθρησκείας». Άθλιες υβριστικές φράσεις όπως, «όργανα των σκοτεινών δυνάμεων για την προώθηση της δαιμονικής πανθρησκείας» φανερώνουν κυρίως εμπαθή θρησκευτικό φανατισμό.
Την καλύτερη όμως απάντηση στην άδικη συκοφαντική επίθεση δίνει η επιστολή–πρόσκληση του Σεβαμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιώς κ. Σεραφείμ και του Αξιοτίμου Δημάρχου Πειραιώς κ. Ιωάννου Μώραλη (Δεκέμβριος 2017), οι οποίοι αναγγέλλουν στον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Τιράνων Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας τα εξής: « ναύλοχος πόλις το Πειραις, χουσα την διαιτάτην τιμήν να ποτελ την μετέραν γενέτειραν, λοθύμως πιθυμε, τόσον Δημοτική Ατς ρχή, σον καί κατά Πειραι συνεκλεκτή, πως τιμήσ τήν  μετέραν Θεοτίμητον και Γεραράν Μακαριότητα,  την κλεΐζουσα τήν  ρθόδοξον Καθολικήν το Χριστο κκλησίαν και χάριτι Θεο ναγεννήσασα κ τέφρας, τήν κατά λβανίαν κκλησιαστικήν λκάδα Ατς.
ν ταυτ, διά τς τιμς ες το μέτερον Σεπτόν Πρόσωπον τιμται ληθής νθρωπισμόςκαί πάντα νον περέχουσα ερήνη το Θεο και το ζείδωρον μήνυμα το Εαγγελίου ες τούς γγύςκαί τούς μακράν, τόποον μετ’ φάτου πιστότητος, πομονς και πιστήμης διακονετε.
θεν θερμς παρακαλομεν, γνωρίζοντες  μν τι θα πονείμωμεν ες μς κ μέρους μέν τς Ι. Μητροπόλεως την νωτάτην τιμητικήν διάκρισιν Ατς, τόνχρυσονΣταυρόν μετ’ στέροςτο πολιούχου μνγίουΣπυρίδωvos, κ μέρους δε το Δήμου Πειραις την νακήρυξιν ς πιτίμου δημότου τς μετέρας Μακαριότητος μετά τς χρυσς κλειδός τς μετέρας γενετείρας, πόλεως το Πειραις, πως ποδεχθήτε την μετέραν πρόσκλησιν και καθορίσητε την σχετικήν μερομηνίαν τς μετέρας Θεοφιλος πισήμου πισκέψεως.»
Περιττεύει κάθε άλλος επίλογος. Η τιμητική επιστολή των δύο κορυφαίων εκπροσώπων της Πειραϊκής κοινωνίας είναι επαρκής και σαφής.
16 Ιανουαρίου 2019
Εκ του Γραφείου της Αρχιεπισκοπής Τιράνων



Το κείμενο του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου στην Καθημερινή (05.11.2019):

Αρχιεπίσκοπος Τιράνων Αναστάσιος στην «Κ»: Θρησκευτικός πλουραλισμός και ειρηνική συνύπαρξη
·        
«Στον αιώνα μας, η ειρήνη και η δικαιοσύνη έχουν προσλάβει ένα ακόμα συνώνυμο: “την ανάπτυξη”. Η φτώχεια παραμένει ο χειρότερος τύπος βίας», γράφει ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας Αναστάσιος.

Η ενσυνείδητη αποδοχή του θρησκευτικού πλουραλισμού και η ειρηνική συνύπαρξη των διαφόρων κοινοτήτων μπορούν να προέλθουν από δύο αντίθετες αφετηρίες. Από την αδιαφορία για τη θρησκευτική πίστη, ή από τη συνειδητή βίωση της ουσίας της θρησκείας. Αντιστρόφως, η θρησκευτική μισαλλοδοξία ανάμεσα σε συνυπάρχουσες θρησκευτικές κοινότητες και πολιτιστικές παραδόσεις είναι δυνατόν να αναπτυχθεί: Πρώτον, από σπέρματα θρησκευτικού τύπου, π.χ. από έναν ακραίο φανατισμό. Δεύτερον, από μη θρησκευτικές ρίζες π.χ. παράγοντες πολιτικούς, εθνικιστικούς, που χρησιμοποιούν τη θρησκεία για άλλες επιδιώξεις. Ολες αυτές οι ρίζες εξακολουθούν να είναι ανθεκτικές σε πολλές περιοχές της υφηλίου.
Ο ανθρώπινος εντούτοις πόθος για παγκόσμια ειρήνη παραμένει εναγώνιος. Αξίζει, λοιπόν, να μελετούμε προσεκτικά το πολυσύνθετο αυτό πρόβλημα για την ορθή αντιμετώπισή του. Στο κείμενο που ακολουθεί θα περιοριστώ να διατυπώσω ορισμένες μόνο επισημάνσεις σχετικά με το κρίσιμο αυτό θέμα.
1 Προσωπικά πιστεύω ότι η καλλιέργεια μιας υγιούς θρησκευτικής συνειδήσεως αποτελεί το σταθερότερο θεμέλιο της ειρηνικής συνυπάρξεως. Και όχι η θρησκευτική αδιαφορία.
Στις μονοθεϊστικές θρησκείες που επηρεάζουν τη σημερινή οικουμένη διαπιστώνονται: α) μια αναζήτηση εσωτερικής ειρήνης· β) η χαλιναγώγηση της επιθετικότητος· γ) αρχές ειρηνικής συμβιώσεως· δ) επιδίωξη ειρηνικών σχέσεων με τον Θεό· ε) παροτρύνσεις για τη διατήρηση της ειρήνης στην ανθρωπότητα. Οι χριστιανοί ιδιαίτερα προσβλέπουμε σε «Θεό Ειρήνης» και εκζητούμε συνεχώς την επέμβασή Του.
Υψιστο και άμεσο χρέος όλων των θρησκευτικών ηγετών είναι η επίμονη και συστηματική καλλιέργεια μιας υγιούς πνευματικότητος. Μέσα στα ιερά κείμενα υπάρχουν φωτεινές ακτίνες που συμβάλλουν στην ειρηνική συμβίωση και διευκρινίζουν τον χαρακτήρα της γνήσιας θρησκευτικότητος, στην οποία ευαρεστείται ο Θεός.
Κατ’ αρχήν επιβάλλεται να καλλιεργείται συνεχώς απ’ όλους τους θρησκευτικούς φορείς μια ειρηνική θεολογία και ανθρωπολογία, αντλώντας από τον πλούτο των θρησκευτικών αρχών και από τις καλύτερες σελίδες των παραδόσεών μας. Ιδιαίτερα καλούμεθα να στηλιτεύσουμε κάθε μορφή βίας. Υπογραμμίζοντας το χρέος παντός ανθρώπου να σέβεται τη θρησκευτική ελευθερία των συνανθρώπων του. Τις τελευταίες δεκαετίες δεν παύω να τονίζω –με μορφή συνθημάτων– σε διάφορες ευκαιρίες ότι: Η βία εν ονόματι της θρησκείας βιάζει την ουσία της θρησκείας. Και κάθε έγκλημα στο όνομα της θρησκείας είναι έγκλημα κατά της ίδιας της θρησκείας. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το λάδι της θρησκείας για να δυναμώνει τη φωτιά των συγκρούσεων. Η θρησκεία είναι θείο δώρο, δοσμένο για να γαληνεύει τις καρδιές, να θεραπεύει τις πληγές και να φέρνει πλησιέστερα άτομα και λαούς.
Η ειρήνη συνδέεται άμεσα με τη δικαιοσύνη. Eνας άδικος κόσμος δεν μπορεί να είναι ειρηνικός. Σαφής κανόνας στην Αγία Γραφή είναι: «Ποιείν δίκαια και αληθεύειν αρεστά παρά Θεώ μάλλον ή θυσιών αίμα» (Παρ. 21,3). Οι διάφορες εξωτερικές εκφράσεις θρησκευτικότητος δεν επαρκούν. Η αλήθεια και η δικαιοσύνη εξασφαλίζουν την ουσιαστική σχέση μας με τον Θεό, καθώς και τους συνανθρώπους μας. Στον αιώνα μας, η ειρήνη και η δικαιοσύνη έχουν προσλάβει ένα ακόμα συνώνυμο: «την ανάπτυξη». Η φτώχεια παραμένει ο χειρότερος τύπος βίας. Οπως τόνισε ο Αριστοτέλης: «Ανευ των αναγκαίων αδύνατον και ζην και ευ ζην». Οταν οι άνθρωποι στερούνται των στοιχειωδών μέσων για την επιβίωσή τους, δεν είναι παράξενο να στρέφονται προς άλλες κατευθύνσεις και να υιοθετούν ακραίες θρησκευτικές αντιλήψεις για την επίτευξη μιας δίκαιης κοινωνίας.
Πριν από αρκετά χρόνια είχα διατυπώσει την άποψη ότι σε διάφορα μουσουλμανικά περιβάλλοντα σιγόκαιγε η αγανάκτηση για την αδικία και την υποτίμηση της αξιοπρέπειάς τους, με τις οποίες τους αντιμετώπιζαν οι πλούσιες χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής. Ηταν επόμενο, κάποια στιγμή να αντιδράσουν δυναμικά. Αρχικά, οι φτωχότερες θρησκευόμενες ομάδες, αργότερα οι πλουσιότεροι και πλέον μορφωμένοι ανέλαβαν ρόλους καθοδηγητικούς. Στον προηγούμενο αιώνα πολλοί που ένιωθαν καταφρονημένοι επαναστάτησαν χρησιμοποιώντας συνθήματα από αθεϊστικές ιδεολογίες, όπως του διαλεκτικού υλισμού. Υπογράμμιζα τότε ότι θα ήταν τραγικό να έχουμε στον 21ο αιώνα εξεγέρσεις σε διεθνές επίπεδο, τροφοδοτούμενες από θρησκευτικό φανατισμό· κάτι το οποίο σήμερα είναι μία οδυνηρή πραγματικότητα. Θα είναι τραγικό πολιτικό λάθος, λόγω αμελείας ή υπεροψίας, να αφήνουμε να εξελιχθεί ένα νέο πολύμορφο «προλεταριάτο», το οποίο θα καταχρασθεί την πνευματική «ατομική ενέργεια» μιας θρησκευτικής παραδόσεως.
Προφανώς, υπάρχει μια γενικότερη ευθύνη των μεγάλων δυνάμεων σε διάφορες περιοχές του πλανήτη και ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή. Αποφάσεις για βίαιες αλλαγές ηγεσιών και καθεστώτων, προμήθεια οπλισμού, αδιαφορία για τις παράπλευρες απώλειες, με θύματα εκατομμύρια αθώους και τεράστια κύματα προσφύγων, μόλυνση του περιβάλλοντος και καταστροφή μοναδικών μνημείων πολιτισμού. Καιρός πλέον όλοι οι υπεύθυνοι να αποτινάξουν τον λήθαργο και να δράσουν αποτελεσματικά για την κατάπαυση της τρομερής αιματοχυσίας.
Η ουσιαστικότερη θεραπεία είναι να αναζητηθεί συνειδητά περισσότερη δικαιοσύνη για όλους τους λαούς, ανεξαρτήτως πολιτιστικής ή θρησκευτικής παραδόσεως, και να καλλιεργηθεί ο ειλικρινής αλληλοσεβασμός.
3 Πολλές προσπάθειες έχουν γίνει ιδιαίτερα μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 για την ανάπτυξη του διαθρησκειακού διαλόγου. Ο νηφάλιος διάλογος με τον τονισμό των ειρηνικών αρχών κάθε θρησκείας συμβάλλει σημαντικά στην καλλιέργεια της αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Δυστυχώς, οι φανατικές ερμηνείες των θρησκευτικών κειμένων ενθουσιάζουν ευκολότερα τα πλήθη και υπονομεύουν τη δυνατότητα οποιουδήποτε διαθρησκειακού διαλόγου. Παρά ταύτα πρέπει να ενισχυθούν οι προσπάθειες για ειρηνική αξιοποίηση του θρησκευτικού βιώματος.
Στο Μήνυμα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που συνήλθε στην Κρήτη το 2016, επισημαίνεται: «Οι εκρήξεις φονταμενταλισμού, που παρατηρούνται στους κόλπους διαφόρων θρησκειών, αποτελούν έκφραση νοσηρής θρησκευτικότητος. Ο νηφάλιος θρησκευτικός διάλογος συμβάλλει σημαντικά στην προώθηση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, της ειρήνης και της καταλλαγής... Η Ορθόδοξος Εκκλησία καταδικάζει απεριφράστως την επέκταση της πολεμικής βίας, τους διωγμούς, την εκδίωξη και δολοφονία μελών θρησκευτικών κοινοτήτων, τον εξαναγκασμό για την αλλαγή θρησκευτικής πίστεως, την εμπορία προσφύγων, τις απαγωγές, τα βασανιστήρια, τις ειδεχθείς εκτελέσεις».
4 Ας μου επιτραπεί να αναφερθώ ειδικότερα σε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, στην περίπτωση της Αλβανίας. Το αίτημα της ανεξιθρησκίας και της ειρηνικής συνυπάρξεως είχε πρωταρχική σημασία για την πορεία της χώρας μετά την πτώση του αθεϊστικού διωγμού (1991). Στην Αλβανία, ως γνωστό, υπάρχουν πέντε θρησκευτικές κοινότητες: μουσουλμάνοι σουνίτες κατά πλειοψηφία, μπεκτασί, ορθόδοξοι, ρωμαιοκαθολικοί και προτεστάντες. Επίσης πολλοί παραμένουν εντελώς αδιάφοροι για τη θρησκεία. Τις σχέσεις μεταξύ των χριστιανών βοήθησε η δημιουργία ενιαίας Βιβλικής Εταιρείας, για τη μετάφραση και τη διάδοση της Αγίας Γραφής.
Οι σχέσεις μας με τους μουσουλμάνους στηρίχθηκαν αρχικά στην παραδοχή ότι στην πλουραλιστική κοινωνία της χώρας, όπου η παλαιά αθεϊστική ιντελιγκέντσια διατηρούσε έντονη παρουσία και επιρροή, πρωταρχική συμβολή των πιστών –χριστιανών και μουσουλμάνων– ήταν να επισημάνουμε ότι η θρησκευτική πίστη έχει ζωτική σημασία για μια ελεύθερη δημοκρατική κοινωνία. Οτι η θρησκεία δεν είναι ένα υποπροϊόν της ηθικής, της λογικής ή της συναισθηματικής ζωής μιας κοινωνίας, αλλά ανεξάρτητο και πρωτογενές φαινόμενο, που έχει σχέση με την ειδική κατηγορία του Ιερού και του Αγίου. Συμφωνήσαμε ότι οι ιθύνοντες των θρησκευτικών κοινοτήτων οφείλουμε να καλλιεργήσουμε ηθικές αξίες κοινής αποδοχής. Κυρίως τη βεβαιότητα ότι ο άνθρωπος δεν είναι ανεξάρτητος μέσα στο σύμπαν· και ότι το ατομικό συμφέρον, η λατρεία του χρήματος, της ηδονής και εξουσίας δεν μπορεί να γίνουν τα νέα είδωλα, τα μόνα κριτήρια επιτυχίας για τη σύγχρονη αλβανική κοινωνία. Πιο συγκεκριμένα, ο θρησκευτικός διάλογος μεταξύ των θρησκευτικών κοινοτήτων κινήθηκε στις αντιλήψεις περί ανθρώπου και στην αποδοχή της θρησκευτικής του ελευθερίας.
Τέλος, συμφωνήσαμε με τις ηγεσίες των άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων να μην επιτρέψουμε φονταμενταλιστικές ιδέες και ακραίους κύκλους να επηρεάζουν τα μέλη των κοινοτήτων μας. Επιπλέον δημιουργήσαμε το «Διαθρησκειακό Συμβούλιο της Αλβανίας», το οποίο μετέχει ως μέλος στο Παγκόσμιο Συμβούλιο «World Conference of Religions for Peace», ευρύτερα γνωστό ως «Religions for Peace» με έδρα τη Νέα Υόρκη.
Σε περιόδους εσωτερικής κρίσεως στη χώρα, ενώσαμε τη φωνή και τις προσπάθειές μας για ενίσχυση και βοήθεια των αδυνάτων. Και γενικότερα διαπιστώσαμε ότι τα συγκεκριμένα ζητήματα για δημιουργικό διάλογο των διαφόρων θρησκευτικών κοινοτήτων σήμερα είναι: η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, η αντιμετώπιση της φτώχειας, η συμφιλίωση μεταξύ ατόμων και εθνών, η ανάπτυξη, η βιοηθική και κυρίως η επιδίωξη της ειρήνης σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο. Η ακαδημαϊκή μου θητεία ως καθηγητού της Ιστορίας των Θρησκευμάτων συνέβαλε στις επιλογές αυτές. Ως στόχος δεν ετέθη απλώς η θρησκευτική ανοχή, αλλά η αρμονική συνύπαρξη.
Τελικά, είμαι βέβαιος ότι το αντίθετο της ειρήνης δεν είναι ο πόλεμος αλλά ο εγωκεντρισμός – ο ατομικός, ο συλλογικός, ο εθνικός, ο φυλετικός. Ο εγωκεντρισμός επιστρατεύει τις ποικίλες μορφές βίας, που φονεύουν με διάφορους τρόπους την ειρηνική συμβίωση. Αυτός είναι ο εμπνευστής και τροφοδότης των μεγάλων ή μικροτέρων συγκρούσεων και αυτός αδιάκοπα ανανεώνει το μίσος.
Το αντίδοτο στον εγωκεντρισμό δεν είναι οι γενικόλογες συμβουλές, ούτε οι ποικίλοι νόμοι και οι κρατικοί μηχανισμοί καταστολής· αλλά η ενδυνάμωση της αγάπης μέσα στις καρδιές των ανθρώπων, μέσα στην κοινωνία· μιας πολυδιάστατης αγάπης, που δεν περιορίζεται από σύνορα, προκαταλήψεις ή άλλες διακρίσεις. Σ’ αυτό το θέμα καλείται να συμβάλει η υγιής θρησκευτική συνείδηση.
Η αγάπη, ακόμα και σε συνθήκες μακροχρόνιων συγκρούσεων, χαρίζει τη δύναμη της συγχωρητικότητος και της συμφιλιώσεως. Μόνο η εξουσία της αγάπης είναι εκείνη που μπορεί να νικήσει την αγάπη για εξουσία. Αστείρευτη πηγή αγάπης παραμένει η αλήθεια, την οποία, με τον πιο λιτό και συγκλονιστικό τρόπο, διατύπωσε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης:
«Ο Θεός αγάπη εστί, και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ» (Ά Ιω. 4: 16).
Σχετικά με την αλήθεια αυτή πολύ εύγλωττες είναι οι ιδέες που αποδίδονται στον Αϊνστάιν: «Οταν πρότεινα», γράφει σε μια επιστολή στην κόρη του Lieserl, «τη Θεωρία της Σχετικότητας, πολύ λίγοι άνθρωποι με κατανόησαν και αυτό που θα αποκαλύψω τώρα, για να μεταδοθεί στην ανθρωπότητα, θα έρθει επίσης αντιμέτωπο με την παρανόηση και την προκατάληψη του κόσμου… Υπάρχει μια εξαιρετικά ισχυρή δύναμη, για την οποία η επιστήμη δεν έχει βρει μέχρι τώρα μια επίσημη εξήγηση. Είναι μια δύναμη που συμπεριλαμβάνει και κυβερνά όλους και βρίσκεται ακόμη και πίσω από οποιοδήποτε φαινόμενο που υπάρχει στο σύμπαν... Αυτή η οικουμενική δύναμη είναι η αγάπη… Για την Αγάπη ζούμε και πεθαίνουμε. Η αγάπη είναι Θεός και ο Θεός είναι αγάπη».
Το κείμενο αυτό επισημαίνει τη μισή μόνο αλήθεια. Πληρέστερα την έχει διατυπώσει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης· ο οποίος δεν μένει μόνο στο «Ο Θεός αγάπη εστί», αλλά συμπληρώνει: «Και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ» (Ά Ιω. 4: 16).
Αξιοπρόσεκτη είναι η συνέχεια της όλης σκέψεως: «Για να κάνω ορατή την αγάπη, έκανα μια μικρή αντικατάσταση στην πιο φημισμένη εξίσωσή μου. Αν, αντί για E=mc2 , αποδεχθούμε ότι η ενέργεια για τη θεραπεία του κόσμου μπορεί να βρεθεί από τον πολλαπλασιασμό της αγάπης επί την ταχύτητα του φωτός στο τετράγωνο, φθάνουμε στο συμπέρασμα ότι η αγάπη είναι η πιο ισχυρή δύναμη που υπάρχει, επειδή δεν έχει όρια...» και καταλήγει: «Καθένας κουβαλά μέσα του μια μικρή αλλά ισχυρή γεννήτρια αγάπης, της οποίας η ενέργεια περιμένει να απελευθερωθεί... η αγάπη είναι η πεμπτουσία της ζωής».
Ανεξάρτητα από τις επιφυλάξεις που έχουν διατυπωθεί για την πατρότητα του κειμένου αυτού, οι σκέψεις που εκφράζει είναι ασφαλώς ιδιαίτερα σημαντικές. Αποτελούν μακρινή αντήχηση του υπέροχου ύμνου της αγάπης του Απ. Παύλου στην Α΄ προς Κορινθίους Επιστολή, «εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον. [...] νυνί δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα· μείζων δε τούτων η αγάπη» (Α΄ Κορ. 13:1-13).
Προσωπικά έχω βεβαιωθεί ότι το μυστικό καύσιμο που κινεί τη μικρή αλλά ισχυρή «γεννήτρια αγάπης» είναι η χριστιανική πίστη. Και ακόμη, ότι η Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία αποτελεί διαχρονικά εργαστήριο αγάπης. Και αυτό παραμένει στους αιώνες το βασικότερο έργο και χρέος της.

**
Ασφαλώς οι συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί στον σύγχρονο κόσμο (κατεξοχήν στη Μέση Ανατολή) είναι συγκεχυμένες και ζοφερές. Αυτό το γεγονός δεν πρέπει να οδηγεί σε μελαγχολική απάθεια, αλλά σε αύξηση των προσπαθειών όλων μας (ακαδημαϊκών, πολιτικών, θρησκευτικών λειτουργών, κ.ά.) για την υποστήριξη της αλήθειας, την υπεράσπιση της δικαιοσύνης, την ενδυνάμωση της ελπίδας ότι η παγκόσμια ειρήνη δεν αποτελεί ουτοπία, αλλά άμεση προτεραιότητα όλων όσοι πονούν και αγωνίζονται για έναν καλύτερο κόσμο. «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται» (Ματθ. 5:9), του Θεού της αγάπης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου