Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2019

Επιστολή του Προέδρου του WOCATI, Καθηγητή Π. Βασιλειάδη, στην Υπουργό Παιδείας για τα Θρησκευτικά



ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ
www.wocati.org

 Θεσσαλονίκη, 14 Οκτωβρίου 2019

ΠΡΟΣ

Την Αξιότιμη Υπουργό Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων
κ. Νίκη Κεραμέως

Αξιότιμη κ. Υπουργέ.

Ως Πρόεδρος του WOCATI, του ανωτάτου επιστημονικού οργάνου των ανά την οικουμένη θεολογικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ανεξαρτήτως ομολογιακής προελεύσεως, και επί του παρόντος Διευθυντής του Διορθοδόξου αγγλόφωνου Μεταπτυχιακού Προγράμματος “Orthodox Ecumenical Theology” του Διεθνούς Πανεπιστημίου Ελλάδος, το οποίο δημιουργήθηκε με την προτροπή και τις ευλογίες της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος, του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου, αισθάνομαι υποχρέωση να απευθυνθώ στην υμετέρα εξοχότητα επί του μέλλοντος της θρησκευτικής εκπαιδεύσεως της πατρίδας μας, μετά την απόφαση της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας για τα ισχύοντα νέα προγράμματα των Θρησκευτικών. Για την φιλοσοφία των προγραμμάτων θρησκευτικής εκπαίδευσης στα ανά την υφήλιο διάφορα εκπαιδευτικά ιδρύματα επί δεκαετίες ασχολήθηκε, όχι μόνο από παιδαγωγική και γενικότερη εκπαιδευτική, αλλά κυρίως από θεολογική σκοπιά, η Παγκόσμια Συνομοσπονδία μας.
Δεν θα ήθελα να σας απασχολήσω με τις λεπτομέρειες της δικής μας διαχριστιανικής έρευνας, αλλά να σας παρακαλέσω να μελετήσετε με προσοχή την συνημμένη «Ορθόδοξη θεολογική» αποτίμηση της ανωτέρω αποφάσεως του ΣτΕ για το μέλλον της θρησκευτικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα από ένα Ορθόδοξο διεθνούς εμβέλειας ερευνητικό φορέα, το Κέντρο Οικουμενικών, Ιεραποστολικών και Περιβαλλοντικών Μελετών «Μητρ. Παντελεήμων Παπαγεωργίου» (CEMES, cemes.weebly.com), προκειμένου να προχωρήσετε μετά λόγου γνώσεως, αλλά και ευαισθησίας προς την αυθεντική Ορθόδοξη παράδοση, στις ενδεδειγμένες πολιτικές αποφάσεις για ένα τόσο καίριο ζήτημα, όσο το μέλλον της δημόσιας εκπαίδευσης, κυρίως της θρησκευτικής.

Με σεβασμό και εκτίμηση

Πέτρος Βασιλειάδης, Ομότιμος Καθηγητής του ΑΠΘ
Πρόεδρος του WOCATI 

*   *   *



ΚΕΝΤΡΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΩΝ, ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ
«ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ»
CENTER OF ECUMENICAL, MISSIOLOGICAL AND ENVIRONMENTAL STUDIES (CEMES)


ΤΟ ΜτΘ ΣΕ ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΛΥΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΠΟ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΟΨΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Με τις 1749 και 1750/2019 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) ακυρώθηκαν οι 101470/Δ2/16.6.2017 (Β΄ 2104) και 99058/Δ2/ 13.6.2017 (Β΄ 2105) αποφάσεις του ΥΕΠΘ, με τις οποίες καθορίσθηκαν τα προγράμματα σπουδών του Μαθήματος των Θρησκευτικών (ΜτΘ) δημοτικού, γυμνασίου και λυκείου. Ειδικότερα, σε σχέση με τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών, η ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε, κατά πλειοψηφία, ότι «πρέπει να επιδιώκεται η ανάπτυξη της Ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης και ότι το μάθημα αυτό απευθύνεται αποκλειστικά στους Ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές» (με βάση κατά κύριο λόγο το άρθρο 13 του Συντάγματος και το άρθρο 2 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ).
Σύμφωνα με την απόφαση αυτή «η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών… πρέπει να περιλαμβάνει οπωσδήποτε, με σαφήνεια και πληρότητα, τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού … αφού το μάθημα αυτό απευθύνεται αποκλειστικά στους μαθητές που ασπάζονται το Ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα», με το αιτιολογικό ότι «οι ετερόδοξοι, αλλόθρησκοι ή άθεοι μαθητές έχουν δικαίωμα πλήρους απαλλαγής από το μάθημα»
Ειδικά για το ΜτΘ, στα νέα προγράμματα, η πλειοψηφία του ΣτΕ αποφάνθηκε ότι «δεν αποβλέπουν στην ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των Ορθόδοξων μαθητών… διότι τα μεν προγράμματα του δημοτικού και του γυμνασίου δεν περιέχουν ολοκληρωμένη - και διακριτή έναντι άλλων δογμάτων και θρησκειών - διδασκαλία των δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, το δε πρόγραμμα του λυκείου είναι αποσυνδεδεμένο από τη διδασκαλία αυτή. Ειδικώς για τα προγράμματα του Λυκείου, η απόφαση καταλήγει ότι «είναι άσχετα ή και αντίθετα με την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία»![1]
Συμπερασματικά, το διδασκόμενο σήμερα ΜτΘ, με βάση τα νέα προγράμματα, κρίθηκε αντισυνταγματικό ως μη σύμφωνο με το Ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα, όπως «έχει διαμορφωθεί από τη χριστιανική Ορθοδοξία». Ασχέτως αν στο άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος αναγνωρίζεται ως βασική αποστολή του Κράτους για την παιδεία «η ανάπτυξη (και όχι η διαμόρφωση) της θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών», (σύμφωνα και με την μειοψηφούσα άποψη), και ότι «ο σχετικός δικαστικός έλεγχος είναι οριακός» και οι ουσιαστικές εκτιμήσεις και οι παιδαγωγικές επιλογές της Διοίκησης, οι οποίες στηρίζονται σε εξειδικευμένες επιστημονικές γνώσεις «εκφεύγουν του ακυρωτικού ελέγχου» του ΣτΕ, πουθενά δεν γίνεται λόγος στην απόφαση, ούτε από τους πλειοψηφήσαντες ούτε από τους μειοψηφήσαντες, για «εξειδικευμένες θεολογικές επιστημονικές γνώσεις», και κυρίως για το ποιος είναι ο ανώτατος φορέας που προσδιορίζει το κατ’ εξοχήν επίδικο ζήτημα, την «Ορθόδοξη πίστη», όπως «έχει διαμορφωθεί από τη χριστιανική Ορθοδοξία».
Εισαγωγικά, υπενθυμίζουμε, πως η τελευταία αυτή απόφαση ήταν καρπός της παρατεταμένης κρίσεως από την μεταπολίτευση και μετά, αναφορικά με τη θρησκευτική εκπαίδευση στην Ελλάδα. Δυστυχώς, εξαιτίας μιας ελλιπούς γνώσης της Ορθόδοξης κατανόησης της αυθεντικής αποστολής της έχει διαρραγεί η ενότητα της Εκκλησίας στη χώρα μας. Κι αυτό γιατί το θέμα της σχέσης της Εκκλησίας, αλλά και της θρησκευτικής εκπαίδευσης στα δημόσια σχολεία, με τη νεωτερικότητα, την πολυπολιτισμικότητα, την εξέλιξη, δεν είχε τύχει μέχρι πρόσφατα της δέουσας προσοχής, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην ανά την οικουμένη Ορθοδοξία, που ως επί το πλείστον βρίσκεται στον ευρωπαϊκό γεωγραφικό χώρο. Το Κέντρο μας, όντας εκ της φύσεώς του και «Οικουμενικών και Ιεραποστολικών» Μελετών, αισθάνεται υποχρεωμένο και γι’ αυτόν τον λόγο να παρέμβει δημοσίως.
Με τη συνδρομή της Ορθόδοξης θεολογίας έγινε κατανοητό, ότι αυτή καθαυτή η υπόσταση της θεότητας είναι πρωταρχικά ζωή κοινωνίας, και ότι η επέμβαση του Θεού στην ιστορία στοχεύει στο να οδηγήσει την ανθρωπότητα, αλλά και ολόκληρη τη δημιουργία, σ’ αυτή την κοινωνία με την ίδια την ύπαρξη του Θεού. Έτσι, άρχισε να διαδίδεται ευρέως η πάγια θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ότι «η χριστιανική ιεραποστολή δεν στοχεύει αποκλειστικά στη διάδοση ή στη μεταβίβαση διανοητικών αληθειών, δογμάτων, ηθικών επιταγών κλπ., αλλά στη μεταφορά της ζωής της κοινωνίας που ενυπάρχει στη θεότητα» (Ιοn Bria κ.ά).
Η σημαντική αυτή εξέλιξη της θεολογίας της Ορθόδοξης χριστιανικής ιεραποστολής δυστυχώς δεν είχε μέχρι πρότινος επηρεάσει τη στάση των θεολόγων εκπαιδευτικών αναφορικά με το ΜτΘ, εξ ου και οι συγγνωστές αντιδράσεις, που τελικά οδήγησαν και στην προσφυγή στην Ελληνική Δικαιοσύνη. Ενώ δηλαδή παγκοσμίως οι Ορθόδοξοι ιδεολογικά επέβαλαν μια περισσότερο περιεκτική και ολιστική κοινή (και όχι προσηλυτιστική) χριστιανική μαρτυρία, ενώ θεολογικά κατοχυρώθηκε η εμπλοκή των χριστιανών στους κοινωνικούς αγώνες και την καταπολέμηση του ρατσισμού (θεολογία της απελευθέρωσης, απαρτχάιντ κλπ), και υιοθετήθηκαν, περαιτέρω, στη δημόσια εκπαίδευση της χώρας μας, οι όροι μαρτυρία και δια-θρησκειακός διάλογος αντί των παλαιότερων εκχριστιανισμός, προσηλυτισμός κλπ., συνέχιζε σε ορισμένους κύκλους να επικρατεί το παλαιό μοντέλο ιεραποστολικής, και κατ’ επέκταση εκπαιδευτικής θεολογικής ευθύνης.
Θεολογικά πλέον, αλλά και πρακτικά, οι αποδέκτες της θρησκευτικής εκπαίδευσης, είτε είναι Ορθόδοξοι είτε πιστοί των άλλων χριστιανικών δογμάτων και θρησκειών, δεν εκλαμβάνονται ως αντικείμενα της Ορθόδοξης χριστιανικής ιεραποστολής, αλλά ως εταίροι στο διάλογο, με στόχο. συνεργικά, την εδραίωση, έστω και προληπτικά, της Βασιλείας του Θεού στον κόσμο.
Η περιεκτική αυτή Ορθόδοξη ιεραποστολική αντίληψη, με την ουσιαστική αποδοχή της νεωτερικότητας, του πλουραλισμού, της πολυπολιτισμικότητας, και της ετερότητας, αλλά και η θεμελίωση της χριστιανικής μαρτυρίας, στη δημόσια εκπαίδευση, σε ένα άλλο υψηλότερο πνευματικό και θεολογικό επίπεδο, αποτελεί τη μοναδική αποτελεσματική μαρτυρία ενός Ορθόδοξου θεολόγου-δασκάλου στη σύγχρονη εποχή.
Γι’ αυτό και η επίσημη Ορθόδοξη Εκκλησία στη χώρα μας, μετά από εκτενέστατη και σε βάθος μελέτη των νέων προγραμμάτων του ΜτΘ, υιοθέτησε τον πυρήνα και τη φιλοσοφία των νέων προγραμμάτων, έχοντας κατά βάση υπόψη αυτήν την Ορθόδοξη κατανόηση της αποστολής της Εκκλησίας, την πρόοδο δηλαδή που συντελέστηκε στον χώρο της θεολογίας της αυθεντικής Ορθόδοξης χριστιανικής μαρτυρίας. Η δυνατότητα, άλλωστε, της Ορθόδοξης Εκκλησίας να ασκήσει στην κοινωνία τη φιλάνθρωπη δυναμική της, «προκειμένου να διασφαλιστεί η ελευθερία, η μοναδικότητα του ανθρώπινου προσώπου και η ακεραιότητα της δημιουργίας του Θεού», (σύμφωνα με τα λεγόμενα της Συνόδου των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών κατά την αυγή της 3ης χιλιετίας), αναγνωρίστηκε σε υψηλό διορθόδοξο επίπεδο, ότι έγκειται στον τρόπο με τον οποίο η Εκκλησία επιλέγει να καταθέσει τη μαρτυρία της, και, για την περίπτωση της δημόσιας θρησκευτικής εκπαίδευσης, στον τρόπο που οργανώνεται το ΜτΘ.
Στο κομβικό αυτό σημείο για τα νέα προγράμματα, στη δημόσια εκπαίδευση – που άρχισαν να διαμορφώνονται λίγο νωρίτερα από την πολιτεία, στις αρχές της δεκαετίας του 2010, σύμφωνα και με την γενικότερη εκπαιδευτική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που δεν εξαιρούσε το ΜτΘ και φυσικά τους θεολόγους – ήρθε και η επίσημη Ορθόδοξη Εκκλησία με την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Κρήτης το 2016 να υιοθετήσει τις αναγκαίες αρχές, σε ανώτατο θεσμικό επίπεδο, της γενικής δηλαδή συνόδου, δεσμευτικές δογματικά για το πλήρωμα της Εκκλησίας, οπότε να επέλθει η εδραίωση ακριβώς αυτή για την Ορθόδοξη «πίστη», δηλαδή η «δογματική διδασκαλία» της και η αυθεντική μαρτυρία της στο σύγχρονο κόσμο.
Τόσο στο ΜΗΝΥΜΑ της Συνόδου urbi et orbi,[2] όσο και στο κείμενο-απόφαση, Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΣΜΟ διατρανώνεται η νέα αυτή αντίληψη για την Ορθόδοξη μαρτυρία και τις αναμφισβήτητες προεκτάσεις της για θεολογική εκπαίδευση.[3] Τέλος, στο έτερο σημαντικό κείμενο-απόφαση ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟ ΧΡΙΣΤΤΙΑΝΙΚΟ ΚΟΣΜΟ υπογραμμίζεται με νόημα: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας».[4]
Στο ανώτατο αυτό σώμα έκφρασης της αυθεντικής δογματικής διδασκαλίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας - με ευκρινέστατες προεκτάσεις για τη θρησκευτική εκπαίδευση - και τις συγκεκριμένες δεσμευτικές αποφάσεις της, αντιτάχθηκε με σφοδρότητα το μεγαλύτερο μέρος των πολεμίων των νέων προγραμμάτων. Για τους περισσότερους εξ αυτών δεν ήταν τόσο αυτό καθ’ αυτό το ΜτΘ που τους ενδιέφερε – άλλωστε ποσώς τους ενδιαφέρει ότι από τους αγώνες τους και την τελευταία απόφαση του ΣτΕ κλονίζεται σημαντικά η «υποχρεωτικότητα» του ΜτΘ – αλλά τους ενοχλούσε το γεγονός ότι η επίσημη Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν απόλυτα εναρμονισμένη προς τις δογματικές, κανονικές, ιεραποστολικές και εκπαιδευτικές επιταγές της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
Το Κέντρο, έχοντας αφιερώσει όλη την δραστηριότητά του την τελευταία τριετία στη θεολογική διαμάχη περί την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, το κορυφαίο αυτό γεγονός του 21ου αι., όχι μόνον πανορθόδοξης αλλά και παγκόσμιας εμβέλειας, αλλά και σε άλλα καίρια ζητήματα, κατά τον τελευταίο καιρό, που σηματοδοτούνται από τις αποφάσεις της, έχει πέραν πάσης αμφιβολίας πειστεί, ότι η δεξαμενή από την οποία προέρχεται η μετωπική επίθεση εναντίον της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και των νέων προγραμμάτων του ΜτΘ είναι κοινή: αντι-οικουμενική, αντι-νεωτερική, άκρως συντηρητική (πλην όμως κατ’ ουδένα τρόπο παραδοσιακή) και φονταμενταλιστική, όχι μόνον αντ-ορθόδοξη αλλά και αντεθνική.
Το Κέντρο, όπως και κάθε οργάνωση και φορέας ενός κράτους δικαίου, σέβεται τις αποφάσεις της δικαιοσύνης, και μάλιστα σε ανώτατο βαθμό. Έκρινε όμως καθήκον του να επισημάνει προς την επίσημη πολιτεία την αγωνία του για τις επιπτώσεις αυτής της καθαρά θεολογικής και ιδεολογικής διαμάχης, τόσο για το μέλλον της δημόσιας εκπαίδευσης, όσο και για την αυτοσυνειδησία της Ορθοδοξίας.

Για την Επιτροπή Μελέτης του Θέματος

Ο Πρόεδρος του CEMES

Νικόλαος Ζαχαρόπουλος


----------------------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Σύμφωνα με τα πλήρη πρακτικά της 1750/2019 αποφάσεως της Ολομέλειας του ΣτΕ για το λύκειο, για την δημόσια δηλαδή μη υποχρεωτική εκπαίδευση των Ελλήνων εφήβων, δεν φαίνεται να δικαιολογείται η νομική βάση του άρθρου 2 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, στο βαθμό τουλάχιστον αυτή χρησιμοποιήθηκε για τους μαθητές και μαθήτριες του δημοτικού και του γυμνασίου
[2] «Ἡ Ἐκκλησία μας ἀνταποκρινομένη στό χρέος νά μαρτυρεῖ τήν ἀλήθεια καί τήν ἀποστολική της πίστη, ἀποδίδει μεγάλη σημασία στόν διάλογο κυρίως μέ τούς ἑτεροδόξους χριστιανούς (§3). Οἱ ἐκρήξεις φονταμενταλισμοῦ.. .ἀποτελοῦν ἔκφραση νοσηρῆς θρησκευτικότητος. Ο νηφάλιος διαθρησκειακός διάλογος συμβάλλει σημαντικά στήν προώθηση τῆς ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης, τῆς ειρήνης καί τῆς καταλλαγῆς. Τό λάδι τοῦ θρησκευτικοῦ βιώματος πρέπει νά χρησιμοποιεῖται γιά νά ἐπουλώνει πληγές καί ὄχι γιά νά ἀναζωπυρώνει τή φωτιά τῶν πολεμικῶν συρράξεων. (§4) Ἐπιμένει ἀκόμη ὅτι θεμελιῶδες δικαίωμα εἶναι καί ἡ προστασία τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, δηλαδή τῆς ἐλευθερίας τῆς συνειδήσεως, τῆς πίστεως, τῆς λατρείας καί ὅλων τῶν ἀτομικῶν καί συλλογικῶν ἐκφράσεων αὐτῆς, συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ δικαιώματος κάθε πιστοῦ καί κάθε θρησκευτικῆς κοινότητας νά τελοῦν ἐλεύθερα ἀπό κάθε κρατική παρέμβαση τά θρησκευτικά τους καθήκοντα, ὡς καί τό δικαίωμα τῆς δημόσιας διδασκαλίας τῆς θρησκείας». (§10) Για να καταλήξει: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπευθύνεται στούς νέους, οἱ ὁποῖοι ἀναζητοῦν πληρότητα ζωῆς γεμάτη ἐλευθερία, δικαιοσύνη, δημιουργία ἀλλά καί ἀγάπη…Οἱ νέοι δέν ἀποτελοῦν ἁπλῶς τό μέλλον τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά τό δυναμικό καί δημιουργικό παρόν ἐπί τοπικοῦ καί οἰκουμενικοῦ ἐπιπέδου. (§11)
[3] Η Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία συμμετέχει εἰς τόν προβληματισμόν καί την ἀγωνίαν τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου ὡς πρός θεμελιώδη ὑπαρξιακά ζητήματα, τά ὁποῖα ἀπασχολοῦν τόν σύγχρονον κόσμον, ἐπιθυμοῦσα νά συμβάλῃ εἰς τήν ἀντιμετώπισίν των, ὥστε νά ἐπικρατήσῃ εἰς τόν κόσμον ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, «ἡ πάντα νοῦν ὑπερέχουσα» (Φιλ. δ’, 7), ἡ καταλλαγή καί ἡ ἀγάπη....η ἀποστολή αὐτή πρέπει νά ἐκπληροῦται ὄχι ἐπιθετικῶς ἤ διά διαφόρων μορφῶν προσηλυτισμοῦ, ἀλλά ἐν ἀγάπῃ, ταπεινοφροσύνῃ καί σεβασμῷ πρός τήν ταυτότητα ἑκάστου ἀνθρώπου καί τήν πολιτιστικήν ἰδιαιτερότητα ἑκάστου λαοῦ. Εἰς τήν ἱεραποστολικήν αὐτήν προσπάθειαν ὀφείλουν νά συμβάλλουν πᾶσαι αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι…Ἐπ’ αὐτῆς τῆς βάσεως εἶναι ἀπαραίτητον νά ἀναπτυχθῇ πρός ὅλας τάς κατευθύνσεις ἡ διαχριστιανική συνεργασία διά τήν προστασίαν τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου, αὐτονοήτως δέ καί τοῦ ἀγαθοῦ τῆς εἰρήνης, οὕτως ὥστε αἱ εἰρηνευτικαί προσπάθειαι ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν Χριστιανῶν νά ἀποκτοῦν μεγαλύτερον βάρος καί δύναμιν (§2)…Ὡς προϋπόθεσις μιᾶς εὐρυτέρας ἐν προκειμένῳ συνεργασίας δύναται να χρησιμεύσῃ ἡ κοινή ἀποδοχή τῆς ὑψίστης ἀξίας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Αἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι εἶναι δυνατόν νά συμβάλουν εἰς τήν διαθρησκειακήν συνεννόησιν καί συνεργασίαν διά τήν εἰρηνικήν συνύπαρξιν καί κοινωνικήν συμβίωσιν τῶν λαῶν (§3)
[4] Ὡς μαρτυρεῖ ἡ ὅλη ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπετέλει τήν ἀνωτάτην αὐθεντίαν ἐπί θεμάτων πίστεως καί κανονικῶν διατάξεων (κανών 6 τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου). Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει κοινήν τήν συνείδησιν περί τῆς ἀναγκαιότητος τοῦ διαχριστιανικοῦ θεολογικοῦ διαλόγου, διό καί κρίνει ἀναγκαῖον νά συνοδεύηται οὗτος πάντοτε ὑπό τῆς ἐν τῷ κόσμῳ μαρτυρίας διά πράξεων ἀμοιβαίας κατανοήσεως καί ἀγάπης, αἱ ὁποῖαι ἐκφράζουν την ‘ἀνεκλάλητον χαράν’ τοῦ Εὐαγγελίου (Α’ Πέτρ. 1, 8), ἀποκλειομένης πάσης πράξεως προσηλυτισμοῦ, οὐνίας ἤ ἄλλης προκλητικῆς ἐνεργείας ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ σημαντικόν ὅπως ὅλοι οἱ Χριστιανοί, ἐμπνεόμενοι ὑπό τῶν κοινῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου, προσπαθήσωμεν νά δώσωμεν εἰς τά ἀκανθώδη προβλήματα τοῦ συγχρόνου κόσμου, μίαν ὁλοπρόθυμον καί ἀλληλέγγυον ἀπάντησιν, βασιζομένην εἰς τό πρότυπον τοῦ ἐν Χριστῷ καινοῦ ἀνθρώπου (§23)…. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει συνείδησιν τοῦ γεγονότος, ὅτι ἡ κίνησις πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν λαμβάνει νέας μορφάς, ἵνα ἀνταποκριθῇ εἰς τάς νέας συνθήκας καί ἀντιμετωπίσῃ τάς νέας προκλήσεις τοῦ συγχρόνου κόσμου. Εἶναι ἀπαραίτητος ἡ συνέχισις τῆς μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν διῃρημένον χριστιανικόν κόσμον ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως καί πίστεώς της. Δεόμεθα ὅπως οἱ χριστιανοί ἐργασθῶσιν ἀπό κοινοῦ, ὥστε νά ἀποβῇ ἐγγύς ἡ ἡμέρα, καθ’ ἥν ὁ Κύριος θά ἐκπληρώσῃ τήν ἐλπίδα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί ‘γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν’ (Ἰω. 10,16)» (§24).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου