Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2023

 

Τα Θρησκευτικά μετά τις αποφάσεις του ΣτΕ

Σταύρος Γιαγκάζογλου*

Εδώ και είκοσι περίπου χρόνια το μάθημα των Θρησκευτικών στο δημόσιο σχολείο βρίσκεται μεταξύ δύο αντίθετων τάσεων. Να εξέλθει από τον παραδοσιακό και στενά ομολογιακό του πλαίσιο σε έναν γόνιμο διάλογο με τη θρησκευτική ετερότητα και πολυφωνία ή να παραμείνει σε μια κλειστή μονοφωνία ως η επίσημη διδασκαλία του ορθόδοξου δόγματος στο σχολείο. Οι κατά καιρούς γνωμοδοτήσεις των Ανεξάρτητων Αρχών μέχρι και την πλέον πρόσφατη (2/2022 της ΑΠΔΠΧ), σταθερά έτειναν υπέρ των γενικευμένων απαλλαγών για λόγους συνείδησης και ελευθερίας, αλλά και οι νέες εκπαιδευτικές συνθήκες και οι ραγδαίες κοινωνικές αλλαγές οδήγησαν το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και το ΙΕΠ στα νέα προγράμματα σπουδών (2010-2015). Τα προγράμματα αυτά στη σύντομη εφαρμογή τους (2017-2019) πραγματοποίησαν ένα πρωτόγνωρο διαλογικό άνοιγμα του μαθήματος προς τη θρησκευτική ετερότητα του σύγχρονου κόσμου. Η συμπερίληψη θρησκειολογικών αναφορών και ο νέος παιδαγωγικά τρόπος διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών συνάντησε την έντονη αντίθεση διαφόρων συντηρητικών κύκλων, οι οποίοι προσέφυγαν στο ΣτΕ, ζητώντας την ακύρωσή τους.

Στενεύοντας απόλυτα τον ομολογιακό χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών, το ΣτΕ δικαίωσε τις προσφυγές τους (αποφ. 1749-1752/2019) και ως λύση του γόρδιου δεσμού μεταξύ ομολογιακού μαθήματος και απαλλαγών, για πρώτη φορά πρότεινε ισότιμο και συναφές μάθημα, δηλαδή, ομολογιακό (ορθόδοξο, ρωμαιοκαθολικό, προτεσταντικό) ή ετερόθρησκο (ισλαμικό κ.λπ.) ή ουδετερόθρησκο (π.χ. φιλοσοφικής ηθικής) ή απολύτως θρησκειολογικό μάθημα, «εφόσον συγκεντρώνεται ικανός αριθμός μαθητών που απαλλάσσονται» από το ακραιφνώς ορθόδοξο μάθημα των Θρησκευτικών. Μάλιστα, με νέα απόφασή του το ΣτΕ προτείνει ρητά τη δημιουργία ενός ουδέτερου μαθήματος (φιλοσοφικής) ηθικής. Είναι σαφές ότι στην περίπτωση αυτή δημιουργούνται νέα και πρωτόγνωρα δεδομένα στο ελληνικό σχολείο, την επίδραση και τις συνέπειες των οποίων οφείλουμε να αναλογιστούμε για το άμεσο μέλλον της δημόσιας εκπαίδευσης. Αφενός, λοιπόν, επιβάλλεται ένα αποκλειστικό και στενά ομολογιακό μάθημα για την Ορθόδοξη πίστη, και από την άλλη, παρέχονται οι δυνατότητες θεσμοθέτησης ενός άλλου είτε θρησκειολογικού μαθήματος είτε ηθικής φιλοσοφίας είτε άλλων παράλληλων ομολογιακών πολλαπλών μαθημάτων (π.χ. ισλαμικό, ινδουιστικό κ.λπ.), τα οποία θα συγκεντρώνουν όλους όσοι δεν επιθυμούν μία στενή ορθόδοξη ομολογιακή διδασκαλία. Το εν λόγω θρησκειολογικό ή ουδετερόθρησκο και εκκοσμικευμένο μάθημα, προφανώς θα ανταγωνίζεται το μοναδικό κλειστό ομολογιακό ορθόδοξο μάθημα (ή τα πολλαπλά ομολογιακά μαθήματα), με απρόβλεπτες συνέπειες για το δημόσιο σχολείο. Άραγε τι θα επιλέξει ένας έφηβος μαθητής στο δημόσιο σχολείο; Ένα μάθημα που από τη φύση και τη σκοποθεσία του είναι κλειστό, μονο-ομολογιακό και τείνει διαρκώς προς την κατήχηση ή ένα μάθημα θρησκειολογικό, ανοικτό και διαλεκτικό που συμπεριλαμβάνει τα μεγάλα θρησκεύματα του σύγχρονου κόσμου ή ένα μάθημα εκκοσμικευμένης φιλοσοφικής ηθικής;

Όλοι όσοι εργαστήκαμε δημιουργικά και εμπνευσμένα στη διαμόρφωση των νέων προγραμμάτων σπουδών τα τελευταία είκοσι έτη –άλλοτε υπό την μέγγενη της μείωσης των ωρών, άλλοτε υπό τον κίνδυνο απώλειας του υποχρεωτικού χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών, άλλοτε υπό την πίεση των ανεξάρτητων αρχών για αναιτιολόγητες απαλλαγές, ακριβώς εξαιτίας του όποιου κατηχητικού ή μονοφωνικού χαρακτήρα του– διαπιστώσαμε με έκπληξη, εν τέλει, ότι με την προστασία και νομική κάλυψη του ΣτΕ το μάθημα των Θρησκευτικών καθίσταται de facto προαιρετικό για όλους, ό,τι ακριβώς φοβόμασταν και επιχειρήσαμε με τα νέα προγράμματα να αποφύγουμε.

Πράγματι, με την άμεση επιταγή του ΣτΕ για θεσμοθέτηση δύο τύπων θρησκευτικού μαθήματος, του ομολογιακού και προς το παρόν ενδεχομένως του θρησκειολογικού, το Υπουργείο Παιδείας οφείλει να αναπροσαρμόσει πλήρως τη διαδικασία απαλλαγών που μέχρι τώρα προέβλεπε και παρείχε. Καθώς όλα δείχνουν, από τώρα και στο εξής οι απαλλαγές στα Θρησκευτικά θα είναι γενικευμένες και θα αφορούν ακόμη και τους ορθόδοξους μαθητές με την απλή επίκληση λόγων συνείδησης. Ωστόσο, τώρα είναι που χρειάζεται μια νέα εκπαιδευτική πολιτική απέναντι στο πρόβλημα της θρησκευτικής εκπαίδευσης, η οποία όχι μόνο οφείλει να αποδραματοποιήσει την ένταση της όλης συζήτησης στο πρόσφατο παρελθόν αλλά να επιχειρήσει να θέσει και τους δύο τύπους μαθήματος, ομολογιακό και θρησκειολογικό, σε διάλογο, συνύπαρξη και καταλλαγή με τη θρησκευτική ετερότητα, ώστε και οι δύο αυτοί τύποι μαθήματος να μην λειτουργήσουν στο δημόσιο σχολείο ως εστίες θρησκευτικού και πολιτισμικού διαχωρισμού, θρησκευτικών αντιθέσεων και παράλληλων μονολόγων ή ιδεολογικής εργαλειοποίησης. Σε μία τέτοια νέα εκπαιδευτική πολιτική για τη θρησκευτική εκπαίδευση χρειάζεται ένας ευρύτερος διεπιστημονικός διάλογος της θεολογίας, της παιδαγωγικής και των άλλων ανθρωπιστικών, νομικών και κοινωνικών επιστημών που σχετίζονται με την εκπαιδευτική θεωρία και πράξη και ευρύτερα με τις υπάρχουσες συνθήκες στην καθημερινή ζωή και στον σχολικό πολιτισμό μας. Προς την κατεύθυνση αυτή οι Θεολογικές Σχολές, η Εκκλησία, καθώς και τα επιστημονικά και εκπαιδευτικά γνωμοδοτικά όργανα του Υπουργείου Παιδείας θα κληθούν να συνεργαστούν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο μονάχα υπάρχει δυνατότητα οι αποφάσεις του ΣτΕ να μην αποβούν μοιραίες, υπονομεύοντας ουσιαστικά το ίδιο το μάθημα, και οδηγώντας σε επιστημονική συρρίκνωση και σε ομολογιακή εσωστρέφεια τις ίδιες τις θεολογικές σπουδές στη χώρα μας. Σε μια εποχή θρησκευτικού και πολιτικού αναθεωρητισμού, ευρύτερων γεωπολιτικών, γεωεκκλησιολογικών και ακραίων ιδεολογικών τάσεων, που επηρεάζουν και τη χώρα μας, η ελληνική ορθόδοξη θεολογία οφείλει διαρκώς να αφουγκράζεται, να διαλέγεται και να προσλαμβάνει εμπνευσμένα και κριτικά τα σύγχρονα ρεύματα του πολιτισμού. Σήμερα, όσο ποτέ ίσως άλλοτε, προβάλλει η ευθύνη της χριστιανικής θεολογίας να διαλεχθεί δημιουργικά με τον πολύπτυχο και πολυθρησκευτικό κόσμο μας. Η ορθόδοξη θεολογία μπορεί να συνεργαστεί γόνιμα και διεπιστημονικά και να προσανατολίσει προς μια εκπαιδευτική αντίληψη που θα σέβεται τη διαφορά και τη θρησκευτική ετερότητα. Εν τέλει, η απομόνωση και ο περιορισμός του μαθήματος των Θρησκευτικών σε ένα είδος στενής ομολογιακής ταυτότητας, η οποία δεν διαλέγεται κριτικά με τον σύγχρονο κόσμο και πολιτισμό, μπορεί να περιθωριοποιήσει την παρουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και της ορθόδοξης θεολογίας στον δημόσιο χώρο, στην εκπαίδευση, στην κοινωνία, στις επιστήμες, στον πολιτισμό, στον κόσμο ολόκληρο. Ωστόσο, σε μία δημοκρατική και πλουραλιστική κοινωνία, σε ένα σύγχρονο σχολείο ανοικτών οριζόντων, σε μία διαλεγόμενη με τον σύγχρονο κόσμο και πολιτισμό θεολογία δεν υπάρχουν αδιέξοδα παρά μόνο γόνιμες και δημιουργικές προκλήσεις για την υπέρβασή τους.

Αντί να παρακολουθούμε άπραγοι τον αργό θάνατο του μαθήματος των Θρησκευτικών ή να συνεχίζουμε να ερίζουμε για το ομολογιακό ή θρησκειολογικό περιεχόμενό του, χρειάζεται εκ νέου να συζητήσουμε και να αναδιαμορφώσουμε θεσμικά τον χαρακτήρα και τη φυσιογνωμία του σε νέες βάσεις και αρχές. Στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, η θρησκευτική εκπαίδευση στη χώρα μας βρίσκεται μπροστά σε μια κρίσιμη καμπή: υπερβαίνοντας την όποια στενή ομολογιακή ή μονοφωνική φυσιογνωμία της, είναι ανάγκη να ισχυροποιήσει τα επιστημονικά, θεολογικά και εκπαιδευτικά θεμέλιά της, να διευρύνει το πεδίο μελέτης και τον ορίζοντα της μαθησιακής διερεύνησής της. Το μάθημα των Θρησκευτικών, είτε ομολογιακό είτε θρησκειολογικό, μπορεί να ανασυγκροτηθεί και να απευθύνεται σε όλους τους μαθητές του ελληνικού σχολείου που ελεύθερα θα το παρακολουθούν, ανεξάρτητα από τη θρησκευτική ή μη δέσμευσή τους;


* Ο Σταύρος Γιαγκάζογλου είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας του ΕΚΠΑ. Διετέλεσε επί 15 έτη σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου για το μάθημα των Θρησκευτικών και στέλεχος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου