Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018

Το μάθημα των Θρησκευτικών: Προσεγγίζοντας την πολυπλοκότητα ενός πάντοτε επίκαιρου ζητήματος

Το μάθημα των Θρησκευτικών: 
Προσεγγίζοντας την πολυπλοκότητα ενός πάντοτε επίκαιρου ζητήματος

Του Μιλτιάδη Κωνσταντίνου*

Η παρουσίαση των διαφορών ενός νέου προ­γράμματος σπουδών σε σχέση με παρόμοια πα­λαιότερα φαίνεται σε πρώτη προσέγγιση να είναι μια σχετικά απλή και εύκολη διαδικασία. Αρκεί να παραλληλίσει κανείς το περιεχόμενο του νέου προγράμματος με εκείνο των παλαιοτέρων, να παρουσιά­σει τις τυχόν ομοιότητες ή τις διαφορές τους και να επιχειρήσει μια όσο το δυνατόν αντικειμενικότερη αξιολόγηση τους. Αυτή η φαινομενικά απλή διαδικα­σία, όμως, δεν είναι εντελώς απαλλαγμένη από δυσκο­λίες, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τα προγράμματα του μαθήματος των Θρησκευτικών, καθώς η αξιολόγηση δεν έχει συνήθως να κάνει με την επισήμανση κάποιων ίσως λαθών ή με την ανάδειξη κάποιων θετικών στοι­χείων, αλλά κάθε θετική εκτίμηση ορισμένων σημείων ενός προγράμματος εκλαμβάνεται συχνά και ως δή­λωση προτίμησης προς μια συγκεκριμένη θεολογική τάση ή, αντίθετα, κάθε αρνητική κρίση αντιμετωπίζεται με ανάλογη κακοπιστία ως απαξίωση κάποιας άλλης τάσης. Παρά τη δυσκολία αυτή, όμως, υπάρχουν κά­ποια κριτήρια αξιολόγησης που θα μπορούσαν να θε­ωρηθούν "αντικειμενικά" και αυτά θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση της προσέγγισης του ζητήματος.

Κριτήρια αξιολόγησης
Ένα ασφαλές, σύμφωνα με τα παραπάνω, κριτήριο αξιολόγησης για κάποιο πρόγραμμα είναι το κατά πόσον αυτό λαμβάνει υπόψη του την πραγματικότητα του σύγχρονου σχολείου, στο οποίο φοιτούν πλέον πολλοί μαθητές που είτε στερούνται θρησκευτικών πα­ραστάσεων είτε είναι και αλλόθρησκοι ή αλλόδοξοι, αλλά ενδεχομένως παρακολουθούν το μάθημα των Θρησκευτικών. Δυστυχώς στο σημείο αυτό το παλιό πρόγραμμα υστερεί σημαντικά, καθώς δεν κατορθώνει να αποφύγει τον κατηχητικό και ηθικιστικό τόνο.
Ένα δεύτερο κριτήριο είναι το παιδαγωγικό. Σήμερα αναγνωρίζεται από όλους σχεδόν η σημασία της ενερ­γητικής συμμετοχής των μαθητών στο μάθημα. Αυτό σημαίνει ότι τα εγχειρίδια του μαθήματος θα πρέπει να αποτελούν για τον μαθητή εργαλεία δουλειάς και όχι δοκίμια που απλώς πρέπει κανείς να τα διαβάσει και ενδεχομένως να τα αποστηθίσει. Ασφαλές, κατά συνέ­πεια, κριτήριο για την αξιολόγηση ενός προγράμματος είναι το κατά πόσον αυτό παρέχει στον μαθητή τη δυ­νατότητα να επεξεργαστεί τις πληροφορίες που του προσφέρονται, και κυρίως να αντιληφθεί τη σχέση του περιεχομένου του με τον πολιτισμό και τη σύγχρονη ζωή.
Αυτό το τελευταίο συνιστά ένα γενικότερο πρόβλημα για το μάθημα των Θρησκευτικών, καθώς με τον τρόπο που συχνά διδάσκονται δημιουργείται η εντύπωση στους μαθητές, και δυστυχώς η αρχική αυτή εντύπωση μετατρέπεται σταδιακά σε πεποίθηση, ότι τα Θρησκευ­τικά αναφέρονται σε κάποιες αφελείς ιστορίες του πα­ρελθόντος ή, στην καλύτερη περίπτωση, σε κάποιες αλήθειες για τον θεό, που όμως, είτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωση, καμιά σχέση δεν έχουν με την καθημερινή ζωή και πραγματικότητα.

Η εκκλησία ως φορέας πραγματικού πολιτισμού
Ένα άλλο πρόβλημα που προκύπτει από την πρα­κτική που ακολουθείται στην ελληνική πολιτική πραγ­ματικότητα σε ό,τι αφορά το μάθημα των Θρησκευτι­κών αποτελεί η εντύπωση που συνειρμικά δημιουργεί­ται στους περισσότερους ότι το συγκεκριμένο μάθημα μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης ανάμεσα στην Εκκλησία και στο Κράτος. Είναι όμως προφανές και σήμερα αναγνωρίζεται αυτό από όλο και περισσότερους ανθρώπους καλής θέλησης ότι το σχο­λικό θρησκευτικό μάθημα δεν μπορεί να υποκαταστή­σει την κατήχηση των χριστιανών νέων που γίνεται ή πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο της ενορίας και που απο­σκοπεί στην καλλιέργεια χριστιανικής συνείδησης και στην παροχή χριστιανικής παιδείας. Ένα ομολογιακό μάθημα προϋποθέτει αυτόματα την απαλλαγή των μη ορθοδόξων μαθητών από την παρακολούθηση του, πράγμα που σημαίνει ότι μια μεγάλη μερίδα των μαθη­τών του δημόσιου σχολείου θα στερηθεί την πρόσβαση στη γνώση της ουσιαστικότερης πολιτισμικής παράδο­σης του χώρου στον οποίο ζουν, καθώς δύσκολα μπο­ρεί κανείς να αρνηθεί ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η ορθόδοξη παράδοση εκφράζει πολιτισμικά το σύνολο σχεδόν του ελληνικού λαού, πιστών και απίστων.
Έτσι, η Εκκλησία, ως φορέας πραγματικού πολιτι­σμού, στηριζόμενη στη μακραίωνη παράδοση της, στις Γραφές της και στην πίστη της, μπορεί να αποτελέσει τον παράγοντα εκείνον που θα κινητοποιήσει τον πνευ­ματικό κόσμο να βρει το θάρρος, ώστε να προβάλλει, μέσα σε μια εποχή απόλυτου ευτελισμού και απαξίω­σης του ανθρώπινου προσώπου, τις διαχρονικές αν­θρώπινες αξίες της αγάπης του αλληλοσεβασμού και της αλληλεγγύης. Όμως η θρησκευτική εκπαίδευση των νεαρών μελών μιας κοινωνίας παραμένει αποκλει­στική υποχρέωση του Κράτους. Σε μια εποχή απόλυτου αποπροσανατολισμού και πνευματικής αποχαύνωσης το μάθημα των Θρησκευτικών, απαλλαγμένο από τα κατηχητικά χαρακτηριστικά του, μπορεί να λειτουργή­σει ως μια φωνή ελπίδας που θα αντιπαραθέσει στα ση­μερινά αδιέξοδα το όραμα μιας κοινωνίας χωρίς απο­κλεισμούς που θα αναζητήσει μια έντιμη διέξοδο ανά­μεσα από τις παγίδες της απόλυτης ατομοκρατίας του "create your own myth" από τη μια μεριά και του ολο­κληρωτισμού στον οποίο οδηγεί ο φονταμενταλισμός από την άλλη.

Μιλτιάδης Κωνσταντίνου είναι καθηγητής Πα­λαιάς Διαθήκης στο Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ., τέως κοσμήτορας

Πηγή: Εφημερίδα «Η ΕΠΟΧΗ» / 14-10-2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου